Ξεκίνησε ως ο προσωπικός του μάγειρας και εξελίχθηκε στον εξ απορρήτων συνεργάτη και προσωπικό φίλο του, που επηρέαζε τις αποφάσεις του, ήξερε τα πάντα για τη ζωή του, αλλά δεν είπε ποτέ λέξη.
Είχαν φύγει όλοι. Εκτός από αυτόν. Εκείνο το απόγευμα του περσινού Μαΐου η δωρική ετήσια επιμνημόσυνη δέηση για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή είχε μόλις τελειώσει.
Από τη Φιλοθέη, όπου αναπαύεται ο πολιτικός και εδρεύει το ομώνυμο ίδρυμα, ο κλειστός οικογενειακός κύκλος και οι επιστήθιοι στενοί πρώην συνεργάτες του είχαν σταδιακά αποχωρήσει. Οχι εκείνος. Οπως ανελλιπώς κάθε χρόνο, έμεινε συγκινημένος και μόνος πίσω. Επί 26 συναπτά χρόνια έδινε το «παρών» στο μνημόσυνο. Είχε θρηνήσει γοερά τον θάνατό του εκείνο το Πάσχα του 1998 στο νοσοκομείο «Υγεία». Εκτοτε κάθε χρόνο, με το μυαλό πλημμυρισμένο από μύριες αναμνήσεις, έφερε το ίδιο βαρύ πένθος κατά την ιερή ακολουθία για την ανάπαυση της ψυχής του. Σε προχωρημένη ηλικία, αλλά όρθιος, στάθηκε λιτός και βουβός για να διαπιστώσει αν όλα λειτουργούσαν στην εντέλεια. Νοιαζόταν αν η μαρμάρινη μολυβένια ταφόπλακα ήταν στιλπνή και πεντακάθαρη, αν τα λουλουδάκια δεξιά και αριστερά του μνήματος ήταν ανθισμένα και φροντισμένα, αν η φλόγα στο νικελένιο τετράγωνο καντήλι ήταν δυνατή.
Το ίδιο σούρουπο έφυγε για το αεροδρόμιο για να προλάβει την πτήση για το νησί του. Επτά μήνες αργότερα, ο «θρυλικός» Θεόδωρος Χαριτόπουλος θα έκλεινε διά παντός τα μάτια του στη γενέτειρά του τη Μύκονο.
Ο διαχρονικά εχέμυθος «μάγειρας του Καραμανλή», αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός αλλοτινού περιβάλλοντος παραδοσιακών αρχών, υποδειγματικού ήθους, ακεραιότητας και ολόψυχης προσήλωσης στο καθήκον, αναχώρησε οριστικά από αυτή τη ζωή στα 88 του χρόνια. Παίρνοντας ταπεινά μαζί του στον άλλο κόσμο αναρίθμητες ανεξομολόγητες αφηγήσεις και παρασκηνιακά περιστατικά που σημάδεψαν την Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας. Δεν μοιράστηκε δημοσίως ποτέ μια ενοχλητική, ίσως, λεπτομέρεια που θα φάνταζε έστω ως ξέφτι στο υφαντό του μύθου του «εθνάρχη». Παρότι είχε δει και ακούσει σχεδόν τα πάντα μια ολόκληρη ζωή μαζί του, τόσο σε ηλιόλουστους θριάμβους όσο και σε σκοτεινές συννεφιές, παρέμεινε αενάως σεμνός, διακριτικός και ο εξ απορρήτων δικός του άνθρωπος.
Ο γιος της μαγείρισσας
Μύκονος του 1960. Μια ανεμοδαρμένη πέτρα όλη κι όλη, τόπος. Με σπίτια, σοκάκια, εκκλησιές, ασβεστωμένα ολόλευκα. Με τους μύλους της να αλέθουν τα ντόπια σιτηρά και τον Γιαλό μια ερημιά με απλωμένα δίχτυα και δεμένα τρεχαντήρια. Αν για τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή ιδιαίτερη πατρίδα του ήταν πάντα οι μακεδονίτικες Σέρρες, το λιμάνι της γαλήνης των διακοπών του ήταν σταθερά η κυκλαδίτικη Μύκονος.
Γευματίζοντας ένα μεσημέρι στο εστιατόριο του ξενοδοχείου «Λητώ» πάνω στον στενό παραλιακό δρόμο του παλιού λιμανιού, ενθουσιάστηκε με τις εξαίσιες γεύσεις που του σερβίρισαν. Φώναξε τη μαγείρισσα για να τη συγχαρεί και της ζήτησε να μετακομίσει στο διαμέρισμά του στην οδό Καρνεάδου στην Αθήνα για να αναλάβει την κουζίνα του σπιτιού. Εκείνη αρνήθηκε ευγενικά και του αντιπρότεινε να προσλάβει τον γιο της Θεόδωρο που μαγείρευε αριστοτεχνικά από πιτσιρικάς. Την έψαξε την περίπτωση ο Καραμανλής.
Το παλικάρι, που υπηρετούσε τότε τη θητεία του στο Ναυτικό, ήταν γιος του ψαρά καπετάν Αντώνη Χαριτόπουλου, ο οποίος τον Οκτώβριο του 1955 είχε μαζέψει στα ανοιχτά έναν μισοπεθαμένο πελεκάνο. Αυτόν που βαφτισμένος από την τοπική κοινότητα ως «Πέτρος» θα γινόταν το εμβληματικό σύμβολο του νησιού. Ευθύς κάλεσε τον νεαρό στο σπίτι του στο Κολωνάκι και δοκίμασε τις παρασκευές του. Ο λιτοδίαιτος, αλλά λάτρης της νοστιμιάς, Καραμανλής εντυπωσιάστηκε. Την ίδια καλή εντύπωση σχημάτισε και η σύζυγός του Αμαλία το γένος Κανελλόπουλου, ανιψιά του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας, Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Η όμορφη, αξιοπρεπής και πρότυπο σεμνής κομψότητας κυρία με την οποία αποτελούσαν παντρεμένο ζευγάρι από το 1951.
Ο αεικίνητος 22χρονος Μυκονιάτης με τη βραχνή κοφτή φωνή απέδειξε μπροστά στο ζεύγος ότι κατείχε τη δεξιότητα να δημιουργεί αξεπέραστα γευστικά αριστοτεχνήματα με απέριττα υλικά. Γνήσιο παιδί του κυκλαδίτικου ξερότοπου και της αρμύρας, του έφταναν μια πρέζα θαλασσινού αλατιού, μια χούφτα μυρωδικών, ένας κόμπος λάδι, μια κουταλιά λιαστού πελτέ για να απογειώσει ένα συνηθισμένο πιάτο. Μα πιο πολύ οι δυο τους εκτίμησαν πάνω του την ευσυνείδητη αυτοπειθαρχία, την αυθεντική εντιμότητα, τη φυσικότητα και την ειλικρίνεια στη συμπεριφορά του. Προσελήφθη επιτόπου. Με τον καιρό θα αποκαλυπτόταν ότι η σπάνια σπεσιαλιτέ του Θόδωρου ήταν η απόλυτη εμπιστευτικότητα.
Η αυτοεξορία
Τα έφερε έτσι η ταραγμένη πολιτική συγκυρία της εποχής ώστε ο Καραμανλής, ύστερα από τη σύγκρουση με την εγχώρια μοναρχία και τη ρήξη του με το ντόπιο παλάτι, να αυτοεξοριστεί. Το απόγευμα της 9ης Δεκεμβρίου του 1963, ανήμερα της Αγία Αννας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφτασε αιφνιδιαστικά στο αεροδρόμιο του Ελληνικού μαζί με τη σύζυγό του Αμαλία και τον γραμματέα του Ιωάννη Ζαχαράκη και πέταξε με το ψευδώνυμο «Τριανταφυλλίδης» για τη Γαλλία. Αφότου ο πρώην πρωθυπουργός εγκαταστάθηκε στον 10ο όροφο του Μπουλβάρ ντε Μονμορανσί 21, στο 16ο Διαμέρισμα του Παρισιού απέναντι από το Δάσος της Βουλώνης, κατέφθασε επειγόντως και ο απαραίτητος Θόδωρος.
Ο μόνος ο οποίος ήξερε τα πάντα για τον Καραμανλή. Σήκωνε το τηλέφωνο, τσέκαρε τους συνομιλητές του, γνωρίζοντας με ποιους ήθελε να μιλήσει και ποιους να αποκλείσει. Νοικοκύρευε το σπίτι μαζί με τη σύζυγό του Τσαμπίκα, έχοντας πάντα το στόμα του κλειστό. Δεν του έπαιρνε κανείς κουβέντα. Προσωποποιημένη σιωπηλή Σφίγγα και ταυτόχρονα δεξί του χέρι. Εμελλε στα 11 χρόνια της εθελούσιας παραμονής του Καραμανλή στη γαλλική πρωτεύουσα οι δυο τους να συναρθρώσουν μια ζεστή φιλική σχέση. Ο Θόδωρος υπήρξε ο άνθρωπος που θα μνημόνευε πάντα τον Καραμανλή ως «Πρόεδρο», όχι ως Κωνσταντίνο, «κύριο πρωθυπουργό» ή οποιαδήποτε άλλη εναλλακτική προσφώνηση, ακόμη και ως «Κώστα» λόγω συνάφειας, εξάρτησης και οικειότητας. Τηρούσε ανέκαθεν τους τύπους του σαβουάρ βιβρ.
Μολονότι ο ίδιος ως οικονόμος της οικίας δεν εμπλεκόταν άμεσα με την πολιτική και τα δαιδαλώδη παιχνίδια εξουσίας, ο πρώην πρωθυπουργός εκτιμούσε τη γνώμη του. Την εμπιστευόταν ως την αυθεντική φωνή των λαϊκών ανθρώπων που πάντα έχει τη δική της ιδιαίτερη βαρύτητα στην Πολιτική Ιστορία. Λογάριαζε την άποψη και το ένστικτό του, τα οποία συνιστούσαν για τον εμβληματικό ηγέτη της Κεντροδεξιάς στην Ελλάδα έναν άτυπο σύνδεσμο με την πλατιά μάζα των ψηφοφόρων. Βαθμιαία ο σεμνός, αλλά ευφυής Χαριτόπουλος έγινε η συνετή, συνεπής και ευαίσθητη σκιά του. Η καθημερινή, σχεδόν βιωματική, φροντίδα του. Γνώρισε εκ του σύνεγγυς τα χούγια, τις σκέψεις, τις ιδιοτροπίες, ακόμη και τις αλλεργίες με τα φτερνίσματα του αυστηρού, αλλά κατά βάθος συμπονετικού αφεντικού του. Στην πραγματικότητα του πνευματικού του πατέρα.
Οι σπεσιαλιτέ
Και ποιον δεν τάισε με τη μαγειρική δεξιοτεχνία του εκείνα τα χλομά φεγγάρια στις όχθες του Σηκουάνα. Κάθε τόσο υποδεχόταν κομματικούς φίλους της ΕΡΕ και πολιτικούς συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού που έφταναν στο Παρίσι για να του μεταφέρουν διά ζώσης παρασκηνιακές ειδήσεις για τα τεκταινόμενα στη χώρα. Κάθε Πάσχα καλωσόριζε τον Αλέκο Καραμανλή που έφτανε οδικώς μαζί με την οικογένειά του ως εκεί για να κάνει Ανάσταση με τον μεγαλύτερο αδελφό του Κωνσταντίνο.
Συνόδευε την οικογένεια των επισκεπτών στον ορθόδοξο καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου των Παρισίων για την Ακολουθία των Παθών, καθώς ο μεγάλος Καραμανλής δεν είχε πολλά πάρε δώσε με την Εκκλησία. Και φυσικά, ανταποκρινόταν αψεγάδιαστα στα καθήκοντά του. Εστρωνε, για παράδειγμα, τραπέζι για τον δημοφιλή κωμικό Κώστα Χατζηχρήστο, που αγαπούσε ο Καραμανλής, όταν ο ηθοποιός γύριζε στην Πόλη του Φωτός σκηνές από την ταινία του «Ο ταυρομάχος προχωρεί». Εφτιαχνε πλούσιο κολατσιό ύστερα από προτροπή του αλληλέγγυου και ψυχοπονιάρη οικοδεσπότη του σπιτιού στον Δημοσθένη Βεργή, που πεντάρφανος, μπατίρης και ερημοσπίτης έκανε δουλειές του ποδαριού στο Παρίσι.
Με πρωταρχικό μέλημά του να μεταφέρει στο σπίτι του πολιτικού από το Αεροδρόμιο του Ορλί καθημερινά τις ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών. Προετοίμαζε επίσης δείπνα, εν μέσω του γαλλικού εξεγερσιακού Μάη του 1968, για τους εξέχοντες διανοούμενους συνδαιτυμόνες του Καραμανλή σαν τους Ρεζίς Ντεμπρέ και Αντρέ Μαλρό. Να ο «αζώναρας», το χοιρινό κότσι με λαχανίδες, να οι κρεμμυδόπιτες. Να και οι γαρνιτούρες πασπαλισμένες με ρίγανη, θυμάρι, θρούμπι, κάππαρη, μυρώνια. Να και η μοναδική κοπανιστή που του έστελναν από τη Μύκονο. Παρασκεύαζε, ακόμη, εκλεπτυσμένα μεσογειακά ψαροεδέσματα για τον άπαξ ομοτράπεζο του Καραμανλή, τον επιχειρηματία Ανδρέα Μεντζελόπουλο. Τον ιδιοκτήτη της αλυσίδας καταστημάτων τροφίμων Felix Potin στο Παρίσι και κάτοχο του περίφημου κτήματος Chateau Margaux παραγωγής κρασιού του Μπορντό. Ο Καραμανλής, που δεν του άρεσαν τα πολλά-πολλά και δεν άλλαζε διατροφικά γούστα, σε εκείνο το τραπέζι δεν ήπιε καν κρασί. Προτίμησε να συνοδεύσει το φαγητό με το συνηθισμένο νερωμένο του ουίσκι.
Ο χωρισμός
Αυτός ο στοιχειωδώς γραμματιζούμενος φτωχός νησιώτης που -ζώντας στη σκιά του Πύργου του Αϊφελ με δυσκολία σκάμπαζε λέξη από τη γλώσσα του Μολιέρου και του Ρακίνα- ξεδίπλωσε στην ξενιτιά πλάι στον Καραμανλή και το αδιαμφισβήτητο οργανωτικό ταλέντο του. Διεκπεραίωνε άψογα όλες τις γραφειοκρατικές υποθέσεις του σπιτιού και κάποιες φορές αναλάμβανε εκεί στα ξένα μυστικές αποστολές ως αγγελιαφόρος για λογαριασμό του πολιτικού. «Χωρίς τον Θόδωρο θα ήμουν τυφλός», εκμυστηρευόταν με πατρική αγάπη και ευγνωμοσύνη ο τόσο φειδωλός στις εκφράσεις Καραμανλής.
Και οι δύο βασανίζονταν από τη νοσταλγία επιστροφής στην πατρίδα. Η προσδοκία του σύντομου, «όπου να ‹’ναι», γυρισμού τους ανεστάλη βίαια από το πραξικόπημα της χούντας των συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967 και την επιβολή της βάναυσης επτάχρονης δικτατορίας στη χώρα. Στη μελαγχολία της οδυνηρής περίστασης για τον τόπο προστέθηκε το 1970 και ο χωρισμός του άτεκνου ζευγαριού. Η με ισχυρή προσωπικότητα Αμαλία, μετέπειτα Μεγαπάνου -καθώς ξαναπαντρεύτηκε με τον μαιευτήρα, γυναικολόγο Επαμεινώνδα Μεγαπάνο-, αποχώρησε από τραπέζης και κλίνης του σπιτιού της Λεωφόρου ντε Μονμορανσί. Ο Καραμανλής, έως ότου εκδοθεί το διαζύγιο το 1972, έμεινε περίπου συναισθηματικά μετέωρος.
Αποκούμπι στο πλευρό του στις ανθρώπινες δύσκολες στιγμές, ο πιστός του Θόδωρος. Σε αξημέρωτες κουβέντες τού αφηγούνταν ιστορίες, εκμυστηρευόταν λάθη και παραλείψεις, εξέφραζε τα παράπονά του για την αχαριστία των ευνοημένων, αναλάμβανε τις ιδιωτικές και δημόσιες ευθύνες του. Ηταν ένας άνθρωπος σκληρός με τον εαυτό του που εξομολογούνταν αυτοκριτικά στον άγρυπνο και κατευναστικό ακροατή του ότι «αν είχα δικά μου παιδιά, θα έρχονταν στο σπίτι και θα είχα έστω έναν καβγά μαζί τους». Ετσι ώστε να μην ωρύεται τσάμπα και να σείεται ο τόπος από τις φωνές του.
Μετά αποσυρόταν, για να ξυπνήσει όπως πάντα στις 7 το πρωί. Ο Θόδωρος απίκο, του είχε προετοιμάσει απλό πρόγευμα και πού και πού του σερβίριζε ένα ποτήρι με «φσσ-φσσ», όπως αποκαλούσε ο Καραμανλής το αναβράζον δισκίο της βιταμίνη C. Ηταν τα χρόνια που ψιθυριζόταν ως φήμη το ειδύλλιο του Καραμανλή με την πανέμορφη Μαρίνα Δημητροπούλου. Ενα μανεκέν -όπως αποκαλούσαν τότε τα μοντέλα- που τη δεκαετία του ’60 είχε κατακτήσει τις αθηναϊκές πασαρέλες με το ψευδώνυμο «Μαρίνα Ντέλφη». Από το 1970 είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι και εργαζόταν πλέον στο περιοδικό «Vogue». Αλλά αν προσερχόταν κανείς στον οικιακό βοηθό του για κουτσομπολίστικες πληροφορίες, καλύτερα να ρωτούσε τα τείχη της Βαστίλης. Πιο εύγλωττα θα ήταν. Γιατί ο απροσπέλαστος Θόδωρος δεν έβγαζε τσιμουδιά.

Το καΐκι για τον Πειραιά
Το 1974 ο Θόδωρος έκλεινε περίπου 10 χρόνια παραμονής στο Παρίσι. Στις αρχές του καλοκαιριού εκείνης της χρονιάς ζήτησε και πήρε άδεια για να επισκεφτεί το νησί του. Ηρθε όμως στις 20 Ιουλίου η παράνομη εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, κηρύχτηκε επιστράτευση, ενώ το άθλιο χουντικό καθεστώς κατέρρεε υπό το βάρος των ανομιών του. Τον συνεπήρε η έξαψη των γεγονότων. Αναζήτησε εισιτήριο άμεσης επιστροφής στο Παρίσι. Μάταια. Τα αεροδρόμια ήταν κλειστά, οι συγκοινωνίες χαοτικά παραλυμένες, η χώρα σε πολεμικό αναβρασμό.
Ενιωθε καθηλωμένος σαν το αγρίμι στο κλουβί. Θα επέστρεφε όμως ο Καραμανλής στην Ελλάδα εκείνη τη νύχτα της 23ης προς 24ης Ιουλίου με αεροπλάνο που του διέθεσε ο Γάλλος πρόεδρος Ζισκάρ ντ› Εστέν. Ο Θόδωρος το πληροφορήθηκε νωρίς το απόγευμα από το ραδιόφωνο. Κίνησε γη και ουρανό για να είναι παρών στην άφιξή του. Να πραγματώσει τον γυρισμό μαζί του που όλα αυτά τα χρόνια ονειρευόταν. «Επίταξε», με χοντρό αντίτιμο, εσπευσμένα ένα καΐκι να τον μεταφέρει στον Πειραιά. Ταξίδεψε όλη νύχτα και έφτασε χαράματα στην Αθήνα.
Κουβαλούσε έναν σάκο με όλα τα απαραίτητα για τον Πρόεδρο. Ξυριστική μηχανή, πιτζάμες, οδοντόβουρτσα, ευρετήριο διευθύνσεων, ατζέντα τηλεφώνων. Στις 7 το πρωί βρισκόταν στον 4ο όροφο του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία». Ο Καραμανλής, καταπονημένος από το ταξίδι και την ορκωμοσία του στις 4 τα ξημερώματα, κοιμόταν. Ηταν όμως εγκαίρως εκεί ο γεμάτος δραστήρια ένταση και ένθερμη ζωτικότητα, ο ζηλωτικά προνοητικός Θόδωρος. Αεικίνητος να δίνει εντολές, να ρυθμίζει εξονυχιστικά μικρές και μεγάλες λεπτομέρειες, να οργανώνει ραντεβού, να ταχτοποιεί την γκαρνταρόμπα του, να νοικοκυρεύει τον χώρο, να φροντίζει τη δίαιτά του.
Το γλέντι με τον Ζίβκοβ
Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1974, τη θριαμβευτική πλειοψηφική νίκη του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας που ίδρυσε ο Καραμανλής και τη σταδιακή εμπέδωση της δημοκρατίας στη χώρα, ο Θόδωρος δεν μετακινήθηκε ρούπι από κοντά του. Τον συνόδευε αθόρυβα στις επίσημες επισκέψεις του στο εξωτερικό, έχοντας ανήσυχος πάντα την έγνοια του.
Οπως στο πρώτο ταξίδι του Καραμανλή στη Βουλγαρία το 1975, όταν μετά το πέρας των συνομιλιών και του δείπνου, ο τότε πρώτος γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Βουλγαρίας Τόντορ Ζίβκοβ προσκάλεσε τον Ελληνα πρωθυπουργό σε ένα γλεντάκι. Ενα «φιλικό επιστέγασμα», όπως του το έθεσε, «μιας λαμπρά επιτυχημένης επίσκεψης».
Αμήχανος ο Καραμανλής για να μην τον προσβάλει προσήλθε κάπως διστακτικά στη διασκέδαση, που εξελίχτηκε σε ξεφάντωμα μετά μουσικής. Είχε πάει 4 η ώρα το πρωί και αναστατωμένος ο Θόδωρος, επειδή ο πρόεδρος δεν είχε επιστρέψει, ξεκίνησε από τον ξενώνα των επίσημων φιλοξενουμένων έξω από τα περίχωρα της Σόφιας για να τον συναντήσει. Εφτασε κακήν κακώς στον χώρο καθώς χάραζε πια. Χωρίς να διακόψει την κεφάτη «φιλική βραδιά», υπενθύμισε ευγενικά στον πρωθυπουργό ότι θα έπρεπε να κοιμηθεί καθώς θα έπρεπε να επιστρέψουν στην Αθήνα. Το περιστατικό το αφηγείται σε πλήρη και λεπτομερή έκταση ο έμπιστος φίλος του Καραμανλή, δημοσιογράφος Τάκης Λαμπρίας στο εξαιρετικό βιβλίο του «Στη σκιά ενός Μεγάλου». Η αλήθεια είναι ότι ο Θόδωρος ήταν ουσιαστικά η μόνιμη λογική και συνετή σκιά του Καραμανλή.
Στην Πολιτεία
Με τα χρόνια, κατά τις δύο συναπτές πρωθυπουργικές θητείες του και τη συνακόλουθη αναγόρευσή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Χαριτόπουλος μετακόμισε μόνιμα στην αετοφωλιά του Καραμανλή, στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, στην Πολιτεία. Είχε προλάβει πάντως να χειροκροτήσει με ταχυπαλμία τον Μάιο του 1979 την υπογραφή της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ από τον Καραμανλή στο Ζάππειο. Δεν ανακατευόταν πλέον με το πρωτόκολλο του Μεγάρου Μαξίμου ή του Προεδρικού Μεγάρου. Υποδεχόταν και οργάνωνε πια μικρές συνεστιάσεις για τους προσκεκλημένους φίλους του καταδεκτικού Προέδρου.
Μεταξύ άλλων, τους Βασίλη και Ελίζα Γουλανδρή, Δημήτρη Χορν, Ιάσονα Ρίζο, Ευτύχη Βορίδη, Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Μάνο Χατζιδάκι, Τρύφωνα Κουταλίδη, Κάρολο Κουν, Αλέξη Μινωτή. Συχνά, αφού παρακολουθούσαν με προσοχή οι δυο τους τις τηλεοπτικές ειδήσεις, μετά χαλάρωναν με μια καουμπόικη βιντεοκασέτα με πρωταγωνιστή τον Τζον Γουέιν, που τόσο θαύμαζε ο Καραμανλής. Φημολογούνταν τότε ότι ο Θόδωρος την κοπάναγε τακτικά από το σπίτι για να φροντίσει -υποτίθεται- ένα κτηματάκι του στην Κάντζα. Ζητώντας, λέγεται, από το υπόλοιπο προσωπικό να μην τον «μαρτυρήσει» στον Πρόεδρο. Λες και ο πολύπειρος Καραμανλής ήταν κάνα αφελές παιδάκι για να το κοροϊδέψουν. Θύμωνε ο Σερραίος πολιτικός για τις αργοπορίες του. Του επισήμαινε «είπες θα γυρίσεις στις 8.30 και πήγε 10 το βράδυ».
Του κρατούσε μούτρα κάνα δυο-τρεις ημέρες μέχρι να του περάσει. Τον αντιμετώπιζε σαν σκανταλιάρικο παιδί που έκανε μικροαταξίες, έστω και αν ο Θόδωρος περπατούσε πια στα 50 τόσα του χρόνια. Οταν του πρότειναν να κατεβεί υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στη Μύκονο, όπου και εκλέχτηκε, ο καλά πληροφορημένος Καραμανλής αντέδρασε λέγοντας: «Τι θες εσύ και μπερδεύεσαι μ’ αυτά τα πράγματα; Εσύ είσαι με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας». Ασφαλώς και αντλούσε κύρος πλάι στον Πρόεδρο, αλλά δεν προσλήφθηκε ποτέ ως υπάλληλος στη Βουλή, στο κόμμα ή σε κάποιο υπουργείο. Ούτε τα τρία του παιδιά, η Μαρία, η Αναστασία και ο Αντώνης, διορίστηκαν ποτέ στο Δημόσιο. Δεν το ζήτησαν καν. Ακόμη και ίδιος ο Θόδωρος πήρε σύνταξη ως υπάλληλος στη χωματουργική εταιρεία του Αλέκου Καραμανλή.

Σχέσεις στοργής
Από το 1986 ο Καραμανλής, επί Προεδρίας της Δημοκρατίας του Χρήστου Σαρτζετάκη, έκανε συνήθως έναν μήνα διακοπές στη Μύκονο νωρίς το καλοκαίρι, για να αποφεύγει τον συνωστισμό και την κοσμοσυρροή του Αυγούστου. Προτιμούσε να διαμένει στο μικρό ξενοδοχείο «Πιγκάλ» στον Ορνό, ιδιοκτησίας της οικογένειας Χαριτόπουλου από την εποχή που το νησί δεν ήταν δημοφιλής διεθνής προορισμός. Αργότερα μετακινήθηκε λίγο παραπάνω, στην ίδια περιοχή, φιλοξενούμενος από τον εκδότη της αθλητικής εφημερίδας το «Φως» Θεόδωρο Νικολαΐδη και τη Μυκονιάτισσα σύζυγό του Ειρήνη, το γένος Αντωνίνη. Από εκείνο το σπίτι με το αχανές οικόπεδο και τον μοναδικό προσανατολισμό με θέα στο απέραντο γαλάζιο και ολόκληρο το πέταλο της παραλίας του Ορνού σπανίως έβγαινε.
Διάβαζε πολιτικά βιβλία που του τα προμήθευε -ποιος άλλος;- ο Θόδωρος, ενώ στα διαλείμματα της ανάγνωσης αγνάντευε τη θάλασσα σαν από την εποχή του αργαλειού της Βιενούλας και τα υφαντά της Μαρουλίνας, τότε που η αμόλυντη από νεόπλουτους Μύκονος τον μάγεψε. Και όταν κάπου-κάπου ξεπόρτιζε από τη βίλα, κατευθυνόταν στην ταβέρνα του αδελφού του Θόδωρου, του Ηλία, στον Ορνό. Εκεί όπου ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1993 συνέτρωγε ένα απομεσήμερο συντροφιά με τον αδελφό του Αλέκο, που διατηρούσε σπίτι στο Νησί των Ανέμων, την ιδιαιτέρα γραμματέα του από το 1974 Λένα Τριανταφύλλη και φυσικά με τον αγχωμένο Θόδωρο.
Ο τελευταίος -σαν να μην είχε περάσει μια μέρα- επέβλεπε το ψήσιμο της πελαγίσιας συναγρίδας, έλεγχε το λαδολέμονο, επιθεωρούσε το βράσιμο των άγριων χόρτων, πρόσθετε παγάκια στο κολονάτο ποτήρι με το αραιωμένο ουίσκι και λογάριαζε υπομονετικά τις μετρημένες μπουκιές του μην τυχόν ξεφύγει από τη σπαρτιάτικη δίαιτά του. Και εκείνος με τη σειρά του τον «μάλωνε» τρυφερά για την υπερβάλλουσα περιποίησή του. Τέτοιος δυσεύρετα αφιερωμένος ολόψυχα, εγκάρδια πρόθυμος και αυθόρμητα εξυπηρετικός ήταν ανέκαθεν ο Θόδωρος προς αυτόν που θεωρούσε δεύτερο πάτερα και εκείνος τον αντίκριζε σαν τον γιο που ποτέ δεν είχε.
Ετσι, η διά βίου σχέση τους κράτησε ως το τέλος. Με μια παρωχημένη στις μέρες μας εντιμότητα συμπεριφοράς και ακέραιας στάσης ανάμεσά τους. Ποιος ξέρει αν κάθε που ο Θόδωρος αρμένιζε με την ψαρόβαρκα παρέα με κάποιο από τα εγγόνια του προς τις Δήλες (τη Δήλο και τη Ρήνεια) αναρωτιόταν αν κέρδισε ή αν έχασε από αυτή τη μακρόχρονη συναναστροφή. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν διανοήθηκε να αξιοποιήσει προς όφελός του την εγγύτητά του στον Πρόεδρο. Και με αυτό τον άμεμπτο, ηθικό και ευσυνείδητο τρόπο, στον όποιο δεν χωρούν παρεξηγήσεις, πήρε τον τελευταίο δρόμο προς το κοιμητήριο του Αγίου Λούκα στη Φάμπρικα της Μυκόνου.
πηγη protothema.gr