Μύκονος: Μπάκος, Καϋμενάκης και Εξάρχου επενδύουν στο νησί – «Χρυσό» deal για το Apanema Resort
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ:
13/11/2022
SHARE:
Ξεπέρασε τα δέκα εκατ. ευρώ η συμφωνία για την απόκτηση του ξενοδοχείου – Οι δύο εφοπλιστές αναζητούν επενδύσεις και σε Σαντορίνη, Πάρο, Κρήτη, ενώ ετοιμάζουν πυρετωδώς δύο τηλέοπτικά κανάλια.
Έκανε πολλή ζέστη εκείνο το μεσημέρι του περασμένου καλοκαιριού στον Πάνορμο, παρόλο που το αεράκι έστελνε κάποιες ανάσες δροσιάς στους πελάτες του Principote, που γευμάτιζαν. Ανάμεσά τους, σε ένα τραπέζι, ο Δημήτρης Μπάκος και ο Γιάννης Καϋμενάκης, μαζί με φίλους τους, απολάμβαναν ένα σύντομο διάλειμμα από τις πολλαπλές επαγγελματικές τους ασχολίες.
Ασχολίες, που ξεκινάνε από την Φουτζέιρα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και συνεχίζονται με τη ναυτιλία, ενώ εσχάτως «πάτησαν» Μύκονο. Μαζί με τον Αλέξανδρο Εξάρχου και μέσω της Intrakat, αγόρασαν, καταβάλλοντας 10.600.000 ευρώ, το ξενοδοχείο Apanema Resort. Ήταν το πρώτο δυνατό «μπάσιμο» των δύο πρώην ναυτικών στη Μύκονο και δεν θα είναι και το μοναδικό στο νησί, καθώς οι δύο εφοπλιστές σχεδιάζουν και νέα επιχειρηματικά ανοίγματα.
Έχοντας εισέλθει -ειδικά τον τελευταίο χρόνο- στον χώρο των κατασκευών, της ενέργειας, των media και των τραπεζών, συνεχίζουν απτόητοι να κυνηγούν ευκαιρίες στο ελληνικό επιχειρείν, στο οποίο εισήλθαν αθόρυβα τη δεκαετία του 2000 ως μικροί παίχτες, για να εξελιχθούν σταδιακά σε όψιμους πρωταγωνιστές με πολυσχιδείς δραστηριότητες.
Αμφότεροι, παραμένουν χαμηλών τόνων και κινούνται με γνώμονα το ένστικτό τους, «βουτώντας» σε αχαρτογράφητα γι’ αυτούς ύδατα. Ο χώρος του hospitality και η Μύκονος αποτέλεσαν το ιδανικό ξεκίνημα για τα σχέδιά τους, με δύο project, ενώ έπονται και έτερες κινήσεις σε άλλα νησιά, που είναι πολύ «δυνατοί» τουριστικοί προορισμοί.
Το «φιλέτο» της Μύκονου, η Σαντορίνη, η Πάρος και η Κρήτη
Δημήτρη Μπάκος και Γιάννης Καϋμενάκης ξεκίνησαν, μπαρκάροντας στα καράβια τη δεκαετία του ‘70, εκεί όπου άνθησε η σχέση ζωής που τους διέπει για πάνω από 40 χρόνια. Οι δύο «κολλητοί» φίλοι και αργότερα συνεταίροι κατάφεραν, με πολλή δουλειά, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, να μεγαλουργήσουν, όταν αποφάσισαν να γίνουν στεριανοί. Κι αν όταν ενέσκηψαν στο ελληνικό επιχειρείν, άκουσαν στην αρχή διάφορα, εκείνοι απλά έκλεισαν τα αυτιά τους και προχώρησαν με αποφασιστικές κινήσεις, σε χώρους με τους οποίους δεν είχαν σχέση.
Η αγορά του ξενοδοχείου Apanema μέσω της Intrakat, στην οποία μπήκαν αποκτώντας το 31,7%, είναι η πρώτη τους επενδυτική κίνηση στη Μύκονο. Η θέση του στην περιοχή Ταγκού ήταν και το μεγάλο ατού του συγκεκριμένου resort με την εκπληκτική θέα στο ηλιοβασίλεμα, γι’ αυτό άλλωστε το κόστος απόκτησής του «άγγιξε», ουσιαστικά, τα 11 εκατ. ευρώ.
Στα σχέδια Μπάκου, Καϋμενάκη και Εξάρχου είναι η πλήρης ανακατασκευή του ξενοδοχείου, η οποία θα ξεκινήσει άμεσα, μόλις ολοκληρωθούν οι απαιτούμενες μελέτες. Στόχος είναι να δημιουργηθεί ένα luxury boutique hotel, που θα προσφέρει μια υψηλής ποιότητας διαμονή, συνυφασμένη με ξεχωριστή αισθητική και τις αναμενόμενες παροχές υπηρεσιών στους πελάτες του.
Η συγκεκριμένη εξαγορά ενισχύει την παρουσία των επιχειρηματιών στη Μύκονο μέσω της Intrakat, που ενισχύει και το επενδυτικό της χαρτοφυλάκιο, αφού, εκτός από το Apanema, ανέλαβε και την κατασκευή κατοικιών προσωπικού στο νησί. Το συγκεκριμένο project αφορά συγκρότημα 200 κλινών στην Άνω Μερά, για το οποίο αναμένεται σύντομα να ξεκινήσει η διαδικασία αδειοδότησης. Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, οι τρεις τους δεν πρόκειται να σταματήσουν τις επενδύσεις της στη Μύκονο και αναζητούν τον επόμενο στόχο τους, αφού το νησί «πουλάει τρελά».
Στα σχέδια τους υπάρχει ήδη το άνοιγμα και σε άλλους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, όπως είναι η Πάρος, που ανεβαίνει ταχύτατα τα τελευταία χρόνια ως το αντίπαλο δέος της Μυκόνου. Ακολουθεί η Σαντορίνη, που έχει μία από τις μεγαλύτερες σε διάρκεια σεζόν, η οποία ξεπερνάει τους έξι μήνες και έπειτα έρχεται η Κρήτη -νησιά δηλαδή, που βρίσκονται πάντα στην πρώτη γραμμή το καλοκαίρι.
Οι δύο «κολλητοί» δεν βιάζονται να κάνουν κινήσεις, αφού πάντα λειτουργούσαν με επιμονή και μεθοδικότητα, ενώ διακρίνονται για το πώς μπορούν να κινούνται σε χώρους που τους είναι άγνωστοι. Αμφότεροι σκληραγωγήθηκαν μέσα στα δεξαμενόπλοια, βιώνοντας αρκετές φορές… ζόρικες καταστάσεις, που δεν είχαν να κάνουν μόνο με τρικυμίες.
Ο Δημήτρης Μπάκος ξεκίνησε από ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας, ο Γιάννης Καϋμενάκης από τον Κορυδαλλό, χωρίς κανένας από τους δύο να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με τη θάλασσα, στην οποία ανδρώθηκαν, ταξιδεύοντας για χρόνια.
Με φόρα από τα Εμιράτα
Στη Μύκονο το περασμένο καλοκαίρι εμφανίστηκαν ελάχιστα. Δεν είναι το «φόρτε» τους, άλλωστε, αφού αυτοί που τους ξέρουν, κάνουν λόγο για δύο ανθρώπους που δεν αρέσκονται ιδιαίτερα στη δημοσιότητα. Εκείνο το μεσημέρι στον Πάνορμο, ελάχιστοι αντιλήφθηκαν το ισχυρό δίδυμο, που διαθέτει τα δικά του διυλιστήρια και, εκτός από καράβια, εισήλθε στον χώρο των κατασκευών, της ενέργειας, απέκτησε ποδοσφαιρική ομάδα και εσχάτως το 33% των μετοχών της Παγκρήτιας Τράπεζας.
Δύσκολα θα τους δεις σε κοινωνικές εκδηλώσεις ή σε κοσμικά events, ενώ ακόμη πιο δύσκολα παραχωρούν συνεντεύξεις, όπως αυτή που είχε δώσει ο Γιάννης Καϋμενάκης το 2011, με αφορμή τον υποβιβασμό, τότε, του Αστέρα Τρίπολης. Έκτοτε, πέρασαν δέκα χρόνια, για να μιλήσει ο «κολλητός» του αυτή τη φορά, Δημήτρης Μπάκος, μαζί με τον Αλέξανδρο Εξάρχου για την κόντρα με τους Ολλανδούς της «Ελλάκτωρ».
Η «mentalite» τους, άλλωστε, είναι διαφορετική, ίσως επειδή πάνω απ’ όλα είναι δύο αυτοδημιούργητα παιδιά που ξεκίνησαν από το μηδέν, χωρίς καμία βοήθεια. Οι οικονομίες τους από τα ταξίδια ήταν το έναυσμα, ώστε ν’ ασχοληθούν επαγγελματικά με τη ναυτιλία, οι γνωριμίες που είχαν κάνει βοήθησαν να κλείσουν το πρώτο «κοντράτο» για μεταφορά καυσίμων.
Η αρχή είχε γίνει και η Φουτζέιρα, στην οποία ξεμπάρκαραν, αποτέλεσε το εφαλτήριο, απ’ όπου ξεκίνησαν ως επιχειρηματίες στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Εκεί μένει άλλωστε μόνιμα η σύζυγος του Γιάννη Καϋμενάκη με τα τρία τους παιδιά και, όταν επισκέπτονται την Ελλάδα, περνούν απαραίτητα κάποιες ημέρες στο τεράστιο κτήμα τους στην Αρκαδία. Συνορεύει, φυσικά, με αυτό του Δημήτρη Μπάκου, με τον οποίο πορεύονται μαζί στα εύκολα και τα δύσκολα όλα αυτά τα χρόνια της κοινής τους επιχειρηματικής διαδρομής.
Λένε ότι η κρίση γεννά ευκαιρίες και, στην περίπτωσή τους, ο Πόλεμος του Περσικού Κόλπου ήταν η ευκαιρία να βγάλουν τα πρώτα τους καλά λεφτά. Μετά, το ένα έφερε το άλλο, τα καράβια πλήθαιναν, οι δουλειές μεγάλωναν και ήταν αναπόφευκτο -λένε κάποιοι που τους γνωρίζουν πολύ καλά- η Ελλάδα να μπει στο επιχειρηματικό τους «κάδρο».
Εκεί, όπου «χώρεσαν» και την είσοδο τους στον χώρο των media.
Τα δύο κανάλια και η αναζήτηση συχνότητας
Πέρυσι, στις αρχές Απριλίου, η είδηση ότι Μπάκος καο Καϋμενάκης φέρεται να είναι κοντά στην εξαγορά του OPEN από τον Ιβάν Σαββίδη προκάλεσε και τον ανάλογο θόρυβο, αν και τελικά το deal δεν προχώρησε. Μια εβδομάδα αργότερα, στις 15 Απριλίου, είχαν υπογράψει προσύμφωνο για την εξαγορά δύο περιφερειακών τηλεοπτικών σταθμών της Αττικής.
Τελικά, το Attica TV και το Action 24, μαζί με το όνομα του Flash, πέρασαν στα χέρια τους και ετοιμάζονται πυρετωδώς αυτές τις ημέρες για να εκπέμψουν το νέο τους πρόγραμμα. Τα στελέχη που έχουν προσληφθεί κλείνουν δημοσιογράφους και παρουσιαστές εκπομπών. Αμφότερα φιλοδοξούν να βγουν με νέες εκπομπές στις 21 του μήνα ή το αργότερο στις 28, ενώ αναζητείται και ραδιοφωνική συχνότητα, ώστε να προχωρήσει και το εγχείρημα του ραδιοφώνου.
Όταν βρεθεί, θα έχουμε τον νέο Flash, σε μια προσπάθεια να αναβιώσει ξανά ένας ιστορικός σταθμός, από τον οποίο πέρασαν μεγάλα ονόματα του χώρου.
Είναι λοιπόν «ηλίου φαεινότερον» ότι οι δύο εφοπλιστές και μιντιακοί «παράγοντες», πλέον, με ένα πολύ σοβαρό «cash flow» που, μετά τα Εμιράτα, επιδιώκουν να έχουν ρόλο στην κοινωνία και στο πολιτικό σκηνικό, με την αγορά δύο ή τριών πολυδάπανων μέσων ενημέρωσης. Ο διακαής τους πόθος, λένε οι καλά γνωρίζοντες, είναι το OPEN του «εξαφανισμένου» εδώ και καιρό από την Ελλάδα, Ιβάν Σαββίδη. Ο τελευταίος θεωρείται βέβαιο ότι, αν συμφωνήσει κάποια στιγμή να πουλήσει, θα ζητήσει πάνω από 100 εκατ. ευρώ.
Και σε αυτή την περίπτωση, Μπάκος και Καϋμενάκης θα χρειαστεί να βάλουν πολύ βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να αποκτήσουν έναν τηλεοπτικό σταθμό πανελλαδικής εμβέλειας, που «αιμορραγεί» οικονομικά τα τελευταία χρόνια.