Σε καλό δρόμο βρίσκεται η επιστημονική κοινότητα αναφορικά με τις έρευνες για την ανάπτυξη ενός εμβολίου που θα θωρακίσει την ανθρωπότητα έναντι του ιού SARS-CoV-2 που προκαλεί τη νόσο COVID-19. Ωστόσο, πλήθος ερωτημάτων έχουν ανακύψει αναφορικά με το εμβόλιο ως μέτρο προστασίας από τον νέο κορωνοϊό. Τρία είναι τα εμβόλια που βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο κλινικών δοκιμών Φάσης 3, δηλαδή ένα βήμα πριν από την υποβολή αιτήματος έγκρισης στις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές.
Πρόκειται για το mRNA-1273 της αμερικανικής εταιρείας βιοτεχνολογίας Moderna, το AZD1222,που αναπτύσσουν από κοινού το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στη Βρετανία με τη φαρμακευτική εταιρεία AstraZeneca, και το Ad5-nCoV, που αναπτύσσει η κινεζική εταιρεία βιοτεχνολογίας CanSino Biologics. Βάσει των στοιχείων που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και αφορούν τη Φάση 1 της κλινικής δοκιμής των τριών εμβολίων, φαίνεται να προκαλούν την ανάπτυξη ικανού αριθμού αντισωμάτων στον οργανισμό των εθελοντών που εμβολιάστηκαν. Αυτό αποτελεί μια καλή βάση για τη συνέχιση των κλινικών δοκιμών Φάσης 3 και μια ελπιδοφόρα προοπτική για τη χρησιμότητα των εμβολίων, όποτε και αν αυτά τελικά αποφασιστεί ότι είναι κατάλληλα για ευρεία χρήση. Δεδομένης, πάντως, της άποψης ότι ο SARS-CoV-2 ήρθε για να μείνει και συνεπώς πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτόν, όπως συμβαίνει με τη γρίπη και άλλους ιούς του αναπνευστικού συστήματος, θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε 10 καίρια ερωτήματα που αφορούν το εμβόλιο για τη νόσο COVID-19. Οι απαντήσεις δίνονται βάσει επιστημονικών δεδομένων που έχουν προκύψει μέχρι σήμερα από τις κλινικές έρευνες, αλλά και της προϋπάρχουσας γνώσης από την ανάπτυξη των εμβολίων γενικότερα.
Ποιος τύπος εμβολίου είναι αποτελεσματικότερος;
Οπως προαναφέρθηκε, τρία εμβόλια ηγούνται της επιστημονικής κούρσας για την ανοσοπροστασία από τον SARS-CoV-2 από τα 23 που είναι σε φάση κλινικής δοκιμής σε ανθρώπους και τα 150 και πλέον τα οποία βρίσκονται ακόμα σε ερευνητικό στάδιο. Της Moderna βασίζεται στο λεγόμενο αγγελιαφόρο RNA (mRNA), της CanSino χρησιμοποιεί έναν μη αντιγραφόμενο ιικό φορέα και του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης έναν ανασυνδυασμένο αδενοϊό-φορέα. Καθεμία από αυτές τις πλατφόρμες εμβολίων έχει πλεονεκτήματα και περιορισμούς. Σημαντικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν την ταχύτητα και την ευελιξία της κατασκευής, την ασφάλεια και την επαγωγή ικανοποιητικής ανοσολογικής αντίδρασης, το προφίλ της χημικής και κυτταρικής ανοσογονικότητας, τη διάρκεια της ανοσίας, την κλίμακα και το κόστος κατασκευής, τη σταθερότητα του εμβολίου. Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι κανένα εμβόλιο ή πλατφόρμα εμβολίων δεν θα μπορεί να ικανοποιήσει όλες τις παγκόσμιες ανάγκες από μόνο του και συνεπώς θα χρειαστούμε περισσότερους από ένα τύπους εμβολίου ώστε να καλυφθούν οι πολλές και διαφορετικές ανάγκες που μπορεί να υπάρχουν σε διαφορετικά μέρη του κόσμου και σε διαφορετικούς πληθυσμούς (π.χ. νεότερους έναντι ηλικιωμένων, ειδικές ευπαθείς ομάδες κ.ά.).
Τι ποσοστό αποτελεσματικότητας πρέπει να έχει το εμβόλιο;
Αμερικανική μελέτη που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «American Journal of Preventive Medicine» τον Ιούνιο, βάσει υπολογιστικού αλγορίθμου, κατέληξε στην εκτίμηση ότι η αποτελεσματικότητα του εμβολίου θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 60% για να θεωρηθεί ότι επιτελεί τον σκοπό του. Να σημειωθεί ότι το εμβόλιο της εποχικής γρίπης παρουσιάζει αποτελεσματικότητα που κυμαίνεται από 20% έως 60% ετησίως, ενώ αντίστοιχα της ιλαράς 95%-98%.
Τι μέλλει γενέσθαι με την ασφάλεια του εμβολίου;
Κάθε φάρμακο και εμβόλιο, διαπιστωμένα, συνοδεύονται από ανεπιθύμητες ενέργειες, η συχνότητα και η σοβαρότητα των οποίων καθορίζουν και την ασφάλεια του τελικού προϊόντος. Οι προκαταρκτικές κλινικές δοκιμές των τριών υποψήφιων εμβολίων για τον COVID-19 έδειξαν ότι οι συχνότερα αναφερόμενες παρενέργειες ήταν όλες ήπιας έως μέτριας σοβαρότητας και αφορούσαν ερεθισμό στο σημείο της έγχυσης, πυρετό, μυϊκά άλγη, αδιαθεσία, ρίγη και αίσθημα πυρετού, που αντιμετωπίστηκαν με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Δεν αποκλείεται βέβαια στη Φάση 3 ή και μεταγενέστερα να αναφερθούν σπανιότερες ανεπιθύμητες ενέργειες που να επηρεάσουν τις διαδικασίες έγκρισης του εμβολίου. Σε κάθε περίπτωση, λόγω της υγειονομικής κατάστασης που έχει προκαλέσει η πανδημία, οι γνωμοδοτικές επιτροπές θα σταθμίσουν λεπτομερώς τη σχέση οφέλους – κινδύνου πριν από την έγκριση του όποιου εμβολίου.
Τι ποσοστό του πληθυσμού πρέπει να εμβολιαστεί για να αναχαιτιστεί ο κορωνοϊός;
Εφόσον το όποιο εμβόλιο είναι αποτελεσματικό και ασφαλές, μία ακόμη κρίσιμη παράμετρος που απασχολεί τους επιστήμονες είναι πόσοι άνθρωποι θα πρέπει να εμβολιαστούν κατά του SARS-CoV-2 για να θωρακιστεί η ανθρωπότητα από μια νέα πανδημία. Στην ίδια αμερικανική μελέτη, βάσει πάντα του αλγορίθμου, εκτιμάται ότι θα πρέπει να εμβολιαστεί περίπου το 60%-70% του παγκόσμιου πληθυσμού για να σταματήσει η διασπορά του SARS-CoV-2 στην κοινότητα.
Πότε θα είναι διαθέσιμο το εμβόλιο;
Τα θετικά προκαταρκτικά αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών και των τριών εμβολίων αναμφισβήτητα έχουν προκαλέσει ενθουσιασμό στο κοινό αλλά και στην επιστημονική κοινότητα. Μάλιστα, ο δρ Αντριαν Χιλ, διευθυντής του Ινστιτούτου Jenner του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, έχει σπεύσει να δηλώσει ότι «ένα εμβόλιο αργότερα φέτος δεν θεωρείται κάτι απίθανο. Βέβαια θα πρέπει πολλά πράγματα να γίνουν σωστά για να πετύχουμε τον στόχο εντός του 2020». Ωστόσο, ανεξάρτητοι ειδικοί εκτιμούν ότι πριν από τα μέσα του 2021 δεν θα πρέπει να αναμένουμε την επίσημη κυκλοφορία ενός εμβολίου, παρά το γεγονός ότι κάποιες εκ των εμπλεκόμενων φαρμακευτικών εταιρειών έχουν δηλώσει παραγωγική ετοιμότητα. Για παράδειγμα, η AstraZeneca έχει ανακοινώσει ότι οι πρώτες 15,2 εκατομμύρια δόσεις του AZD1222 θα έχουν παραχθεί έως τον Δεκέμβριο του 2020 και τα υπόλοιπα 15,2 εκατομμύρια έως τον Ιανουάριο του 2021. Πάντως και ο Μάικ Ράιαν, επικεφαλής του προγράμματος έκτακτων υγειονομικών καταστάσεων στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), την εβδομάδα που μας πέρασε δήλωσε ότι «ένα εμβόλιο κατά του νέου κορωνοϊού δεν μπορεί να αναμένεται πριν από τις αρχές του 2021», διευκρινίζοντας ότι «ρεαλιστικά θα είναι το πρώτο μέρος της επόμενης χρονιάς προτού αρχίσουμε να βλέπουμε ανθρώπους να εμβολιάζονται».
Πότε θα πρέπει να γίνεται ο εμβολιασμός;
Από τη έως τώρα εμπειρία από το εμβόλιο της εποχικής γρίπης, χρειάζονται κατά μέσον όρο 14 ημέρες από την ημέρα του εμβολιασμού για να παραχθεί ικανός αριθμός αντισωμάτων στον οργανισμό και να θεωρηθεί το άτομο προστατευμένο. Οι ιοί της εποχικής γρίπης στην Ελλάδα κυκλοφορούν περίπου από τα τέλη Νοεμβρίου έως και τις αρχές Απριλίου του επόμενου έτους, με κορύφωση των κρουσμάτων συνήθως τον Φεβρουάριο.