Ο 12χρονος Δημήτρης κάνει προπόνηση στο μοτοκρός στα παλιά μεταλλεία όπου κάποτε δούλευε ο παππούς του. Ο 20χρονος Γιάννης οδηγεί σαν αίλουρος το τεράστιο φορτηγό λυμάτων στα στενά σοκάκια της Χώρας και ανυπομονεί να φύγουν οι τουρίστες για να ξεχυθεί ξανά στα καταπράσινα βοσκοτόπια της Ρήνειας με τα πρόβατά του. Ο Τζώρτζης μαζεύει θαλασσινό αλάτι στα βράχια παρέα με το γαϊδουράκι του, ενώ ένα κοτέτσι είναι το βασίλειο της Λίζας. Στη Μαού, την τελευταία αγροτική περιοχή της Μυκόνου, η ζωή κυλάει αργά και τρυφερά. Ναι, ο αντίποδας της Μυκόνου βρίσκεται στην ίδια τη Μύκονο.
Αυτό ήθελε να καταδείξει η κινηματογραφίστρια και εικαστικός Ελιάνα Αμπραβανέλ με το «Mykonian Pastoral», που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: την άλλη πλευρά της Μυκόνου, αυτή που έχει μεν συμπιεστεί, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει και να τη συγκινεί, θυμίζοντας το νησί που είχε κάποτε ερωτευτεί. Ηταν έφηβη όταν βρέθηκε για πρώτη φορά στη Μύκονο, στις πρώτες διακοπές χωρίς τη συνοδεία των γονιών της. Η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας σε συνδυασμό με την άγρια ομορφιά του τόπου τη μαγνήτισαν. Αρχισε να περνάει τα καλοκαίρια της εκεί, σε ένα αγροτόσπιτο που νοίκιαζε στη Μαού, στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Είχε λαχανόκηπο στο πλάι και κατσίκες στην μπροστινή αυλή. Τηλέφωνο είχε μόνο ένα σπίτι στο χωριό – για να φθάσεις πηδούσες πάνω απ’ τις ξερολιθιές. Οσο για φρούτα και λαχανικά, αυτά τα ψώνιζες από την κ. Κούλα που περνούσε κάθε πρωί με το γαϊδουράκι της. Κάποια στιγμή, έφτιαξαν με τον άνδρα της το δικό τους σπίτι στην ίδια περιοχή αρχίζοντας να περνούν όλο και περισσότερο χρόνο στη Μύκονο. Τα τελευταία έξι χρόνια ζουν περίπου 6 μήνες τον χρόνο στο νησί.
Οι τελευταίοι βέροι Μυκονιάτες, τη ζωή των οποίων καταγράφει στο ντοκιμαντέρ της η Αμπραβανέλ, είναι τα παιδιά και τα εγγόνια των ανθρώπων που είχε γνωρίσει εκείνα τα πρώτα καλοκαίρια, είναι οι σημερινοί τους γείτονες, αυτοί με τους οποίους συγχρωτίζονται τους ήσυχους μήνες του χειμώνα, όταν η οχλοβοή της ξέφρενης πλευράς κοπάζει. «Είναι περίεργο, αλλά παλιά ο κόσμος ερχόταν στη Μύκονο για να ξεφύγει από τη ζωή στην πόλη, να πάρει γεύση από τη ζωή σε ένα νησί», λέει η σκηνοθέτις στην «Κ». «Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, άρχισαν να έρχονται φέρνοντας την πόλη στο νησί. Υπάρχουν περιοχές γύρω από τη Χώρα με πάρα πολύ ωραία σπίτια αλλά το ένα δίπλα στο άλλο, θα μπορούσες δηλαδή να βρίσκεσαι στη Φιλοθέη ή στο Ψυχικό. Αν κάποιος σε έφερνε με κλειστά μάτια, δεν θα ήξερες ότι έχεις φύγει από την Αθήνα». Οπως λέει, το «Mykonian Pastoral» δεν δείχνει την «άλλη Μύκονο», αλλά την αληθινή. «Αλλη» είναι στα μάτια της η Μύκονος που πρωταγωνιστεί στα πρόσφατα ρεπορτάζ.
Σύγχρονη Κιβωτός
Μολονότι η «άλλη» Μύκονος είναι επιβλητική –το νησί δέχεται πάνω από 1 εκατ. επισκέπτες και 600 κρουαζιερόπλοια τον χρόνο–, η Ελιάνα Αμπραβανέλ την αφήνει εκτός κάδρου. Καταγράφει μόνο τον απόηχό της μέσα από φευγαλέα στιγμιότυπα βιαστικών φορτηγών. Στήνοντας μια σύγχρονη Κιβωτό του Νώε, επικεντρώνεται στους ανθρώπους τής Μαού, τους συνεχιστές των παραδόσεων, τους εργάτες της γης, εκείνους που κάνουν τις πιο άχαρες δουλειές να μοιάζουν μεγαλειώδεις. Αν απέναντι ο χρόνος είναι χρήμα, εδώ ο χρόνος έχει σταματήσει. «Αυτοί οι άνθρωποι συνεχίζουν να διαφυλάττουν την καθημερινότητά τους και τους αργούς, ανθρώπινους ρυθμούς ζωής, παρόλο που είναι περιτριγυρισμένοι από την τρέλα της Μυκόνου». Οπως λέει, μολονότι διατηρούν σχέσεις με την «άλλη» Μύκονο, αφού βιοποριστικά εξαρτώνται από εκείνη, δεν παρασύρονται από τον κυκλώνα. «Προσπαθούν να κρατήσουν την αξιοπρέπειά τους και να κοιμούνται ήσυχοι».
kathimerini.gr