Για την Μαντώ Μαυρογένους
από την ομιλία της Δήμητρας Σικινώτου Νάζου
στο Αφιέρωμα στη Μαντώ Μαυρογένους που διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Λαογραφικός Σύλλογος Γυναικών Μυκόνου στο Γρυπάρειο Πολιτιστικό Κέντρο τον Μάρτιο του 2011.
“Μαντώ Μαυρογένους:
Στο αφιέρωμα αυτό που κάνουμε για την Μαντώ Μαυρογένους, τιμάμε μια γυναίκα από τις πιο έντιμες, μαχητικές, και ριζοσπαστικές μορφές του καιρού της ακόμη και στο πεδίο της προσωπικής της ζωής.
Σύντομη ιστορική εισαγωγή για την Μαντώ και την οικογένεια της.
Οι Μαυρογένηδες ήταν μια μεγάλη εύπορη, κυκλαδίτικη οικογένεια που είχε αναδείξει πολλούς ανώτατους αξιωματούχους επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τα σπίτια τους απλώνονταν από την Αγία Κυριακή μέχρι του Ξένου τον καφενέ (γειτονεύουν με το σπίτι του Μαθιού Αποστόλου). Το σπίτι του Καμπάνη συγγενούς της Μαντώς όπου στεγάζεται η Δημοτική βιβλιοθήκη, ανήκε στον Δημητράκη Μαυρογένη, Βοεβόδα Μυκόνου στα 1753. Απέκτησε 16 παιδιά από δύο γάμους.
Το σπίτι της Μαντώς ήταν το Ξενοδοχείο Απόλλων μαζί με το σπίτι της Ελένης της Κριτσιδήμαινας (της ανιψιάς της κατόπιν Βαρβάρας Βελή) που σώζεται αναλλοίωτο, καθώς και του ήρωα του Β’ παγκοσμίου Πολέμου Πέτρου Δρακόπουλου. Αυτό το σπίτι αναπαλαιώθηκε από τον σημερινό ιδιοκτήτη καπτα- Γιάννη Πέτρου Δρακόπουλο.
Ο πατέρας της Μαντώς, Νικόλαος, παντρεύτηκε στη Μύκονο το 1780 τη Μυκονιάτισσα αρχόντισσα Ζαχαράτη, θυγατέρα του Χατζή Αντωνίου Μπατή, με καταγωγή από την Σπάρτη. Απέκτησαν από τον γάμο αυτό 3 γιούς και 2 θυγατέρες.
Το 1788 ο πατέρας της Μαντώς διορίστηκε στην υπηρεσία του Νικόλαου Πέτρου Μαυρογένη, που ήταν ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, Μέγας Σπαθάρης, που σημαίνει γενικώς διοικητής των στρατευμάτων και διευθυντής αστυνομίας προαστίων. Συγκαταλεγόταν στην τάξη των Ευγενών.
Μετά τον αποκεφαλισμό του θείου του και την κατάσχεση όλης της περιουσίας του από την Υψηλή Πύλη, αναγκάστηκε ο πατέρας της να φύγει από το Βουκουρέστι. Επανήλθε στη Μύκονο και αφού παρέλαβε την οικογένεια του, κατέφυγε το 1790 στην Τεργέστη με τον αδελφό του Νικόλαο, όπου άνοιξε εμπορικό και τραπεζικό γραφείο.
Απέκτησε τεράστια περιουσία για κείνη την εποχή, εμπορικούς οίκους στη Χίο, στη Σμύρνη, στη Τήνο, στην Πάρο και στην Άνδρο, κτήματα στην Αγία Πετρούπολη ,στην Τεργέστη και πολλά κτήματα και ακίνητα στη Μύκονο.
Ο πατέρας της Μαντώς πέθανε το 1818. Κατά μια μαρτυρία και όπως πίστευε ακράδαντα η γυναίκα του Ζαχαράτη, τον δηλητηρίασαν σε κάποιο γεύμα στην Πάρο.
Η χρηματική και κτηματική περιουσία που άφησε στην οικογένεια του ήταν τεράστια.
Διερωτηθήκαμε όταν διαβάσαμε ότι μέσα σε ένα χρόνο είχε κάνει 17 αγορές σε κτήματα και ακίνητα. Διαπιστώσαμε όμως ότι τα χρήματα ενός χρόνου αυτού του Μυκονιάτη, ήταν πιο λίγα από τον μισθό ενός μηνός του Νικόλαου Μαυρογένη.
Μαντώ και Επανάσταση
Ο Μανώλης Τασούλας στο βιβλίο του για την Μαντώ, περιγράφει τον ερχομό δύο εκπροσώπων της Επανάστασης, του Νικόλαου Κασομούλη οπλαρχηγού και του Γρηγορίου Σάλα υπασπιστή του Δημήτριου Υψηλάντη.
Σκοπός τους ήταν η συλλογή χρημάτων για την προπαρασκευή εκστρατείας στη Βόρεια Ελλάδα. Πριν έρθουν στη Μύκονο είχαν πάει στην Τήνο, αλλά έφυγαν άπραγοι.
Η Μαντώ τους φιλοξένησε στο αρχοντικό της και μαζί με άλλους Μυκονιάτες τους ετοίμασαν γιορτή. Και οι δυο μετά από την κακουχία της επανάστασης που άφησαν πίσω τους, έμειναν έκθαμβοι μπροστά στον τόσο πλούτο και την μεγαλοπρέπεια του αρχοντικού, το ντύσιμο των ανθρώπων και τα άφθονα και πλούσια εδέσματα του δείπνου. Εικόνα εντελώς άγνωστη στη φτωχή και στερημένη Στερεά και Πελοπόννησο που δεν είχε απομείνει πια ούτε καρέκλα να καθίσουν.
Η Μαντώ τους έδωσε 3000 γρόσια για την ναύλωση πλοίων. Φυσικά από αυτά που είχε κληρονομήσει.
Η Μαντώ ήταν το πέμπτο παιδί του Νικόλαου Μαυρογένη και της Ζαχαράτης Μπατή. Γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796 ή 1797.
Λα Μπέλλα Γκρέτσια, η ωραία Ελληνοπούλα έλεγαν οι κάτοικοι της Τεργέστης, όταν την έβλεπαν να περνά. Το βαφτιστικό της όνομα ήταν Μανδελούσα δηλαδή Μαγδαληνή. Έλαβε επιμελημένη μόρφωση και γνώριζε την Ιταλική, Γαλλική και Τούρκικη γλώσσα. Λίγο πριν την Επανάσταση βρίσκεται στην Τήνο κοντά στον ιερέα και δάσκαλο θείο της Νικόλαο Μαύρο, στον οποίο ο πατέρας της κατά τον Μπλανκάρ, είχε αναθέσει την περαιτέρω μόρφωση της.
Ο παπά–Μαύρος, σύμφωνα με τον ιστορικό Ζινουβιέ της εμφύσησε τα ιδανικά της ελευθερίας και την φιλοπατρία.
Μόλις κηρύχθηκε η Επανάσταση στη Μύκονο κατέφθασε με τον θείο της Παπά Μαύρο και συγκάλεσαν αμέσως σε σύσκεψη τους πρόκριτους του νησιού και ξεσήκωσαν τους κατοίκους. Στίχοι που σώζονται δείχνουν τον ενθουσιασμό που ενέπνευσε στα παλικάρια:
Για της πατρίδας την τιμή και της Μαντώς την χάρη, κάνει φτερά στο πόλεμο, κάθε άξιο παλικάρι.
Αμέσως εξοπλίζει με δικά της έξοδα δυο πλοία και μαζί με άλλα δυο που είχαν εξοπλίσει Μυκονιάτες με έρανο, ενώνονται με τον στόλο του Τομπάζη στην Τήνο και συμμετέχει από τότε σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις μαζί με άλλους οπλαρχηγούς στη στεριά και στη θάλασσα.
Στις 22 Οκτωβρίου του 1822 απέκρουσε με την βοήθεια πολλών Μυκονιατών επίθεση 200 Αλγερινών στη θέση Σταπόδια. Δεν σταμάτησε να βοηθά τον αγώνα με μεγάλα χρηματικά ποσά για εξοπλισμό και πληρωμές στρατιωτών.
Η Μαντώ έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια προς Φιλέλληνες Ευρωπαίους στρατιώτες γιατί εκτιμούσε ότι άφησαν την πολιτισμένη και άνετη ζωή τους, για να πολεμήσουν στο πλευρό των αδελφών τους που υπέφεραν από τους βάρβαρους.
Η Μαντώ ξόδεψε όλη την περιουσία της οικογένειας της για την ελευθερία της πατρίδας της. Βοηθούσε ακόμα και πολλούς ηλικιωμένους που δυστυχούσαν. Υιοθετούσε νεαρά κορίτσια, τα προίκιζε και τα πάντρευε και παρ’ όλη την εξαθλίωση της δεν έπαψε ποτέ να μεριμνά και να περιθάλπει όσους είχαν ανάγκη. Επίσης πρόσφερε πολλά κατά την διάρκεια μιας τρομερής επιδημίας που θέριζε τότε το Ναύπλιο.
Τα 1823 πήγε στο Ναύπλιο με τον θείο της και τον αδελφό της προσπαθώντας να εξασφαλίσει ένα κατάλυμα. Αντιμετώπιζε ήδη οικονομικά προβλήματα και χρέη. Εκεί γίνεται και η γνωριμία της με τον Δημήτριο Υψηλάντη.
Όσον αφορά αυτό το ειδύλλιο είναι πολύ λεπτή η γραμμή που χωρίζει το τι πραγματικά έγινε, με αυτό που εμείς οι Μυκονιάτες θέλουμε να πιστεύουμε. Είναι σίγουρο ότι πολλοί είδαν με φθόνο αυτή την σχέση και φοβήθηκαν ότι θα γινόντουσαν οι μελλοντικοί ηγεμόνες του ανεξάρτητου κράτους, γιατί και οι δυο κατάγονταν από επιφανείς οικογένειες και είχαν τα προσόντα.
Την ίδια χρονιά κάηκε η οικία της με όλη την προίκα της που είχε φέρει από την Μύκονο στο Ναύπλιο. Οι ίδιοι οι άντρες της αστυνομίας της τα έκλεψαν με πλιάτσικο χωρίς να τιμωρηθεί κανείς παρ’ όλες τις ενέργειες και τις διαμαρτυρίες της. Μετά από τέσσερα χρόνια της επιστρέψανε μόνο το σπαθί της, το οποίο το είχε λάβει ο πατέρας της από την Αικατερίνη της Ρωσίας και η ίδια το πρόσφερε αργότερα ως δώρο στον Καποδίστρια. Αυτό το ασημένιο σπαθί ήταν κειμήλιο της οικογένειας που πίστευαν ότι προερχόταν από τον βασιλέα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Οι Άγγλοι περιηγητές όπως αναφέρει η μητέρα της Ζαχαράτη, της πρόσφεραν 7000 γρόσια για να το αγοράσουν. Το σπαθί το είχε ο Κρανιδιώτης Κωνσταντίνος Κοντοβράκης, το πήρε πίσω στα χέρια της μετά από τέσσερα χρόνια ,το 1827.
Με το πέρασμα των χρόνων η σχέση της με τον Δημήτριο Υψηλάντη άρχισε να περνάει κρίση. Σε μια απουσία του, βρήκε την ευκαιρία ο Κωλέττης να απομακρύνει την Μαντώ δια της βίας (την έδεσε και την φίμωσε) από το Ναύπλιο και να την στείλει στην Μύκονο, απειλώντας την με θάνατο αν ξαναγύριζε.
Η Μαντώ πίστεψε ότι σε αυτήν την βάναυση πράξη είχε συμμετοχή και ο Υψηλάντης γιατί ήθελε να αποφύγει τον γάμο που της είχε υποσχεθεί. Δεν τον συγχώρησε ποτέ γι’ αυτό και η αγάπη της για αυτόν, μετατράπηκε σε μίσος.
Η Μαντώ μετά την δολοφονία του Καποδίστρια και τον θάνατο του Δημητρίου Υψηλάντη φθάνει σε πλήρη οικονομική και ψυχική εξαθλίωση. Το 1840 προσβλήθηκε από τυφοειδή πυρετό στην Πάρο και πέθανε σε ηλικία μόλις 44 ετών, με μόνη της ικανοποίηση τον βαθμό Αντιστράτηγου που της είχε δώσει ο Καποδίστριας εκτιμώντας την προσφορά της στον αγώνα.
Η λιθογραφία του Adam Friedel είναι η πρώτη της Μαντώς που ποζάρισε η ίδια. Πάνω σε αυτή βασίστηκαν και έγιναν οι επόμενες επιχρωματισμένες λιθογραφίες όπως π.χ. του Μπουβιέ και άλλων. Κάθε ένας έβαζε τα δικά του χρώματα όπως τα φανταζότανε ή όπως ήταν το χρώμα του συρμού.
Ο Δανός Adam Friedel Von Friedestsburg ήταν φίλος του Υψηλάντη, ο οποίος βρισκόταν στην Ελλάδα από την αρχή της Επανάστασης 1821 έως 1824. Επιστρέφοντας εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου εξέδωσε μια σειρά λιθογραφιών, με προσωπογραφίες Ελλήνων Αγωνιστών. Μέσα σε αυτά ήταν και το πορτρέτο της Μαντώς.
Οι λιθογραφίες αυτές ήταν περίπου 24, βοήθησαν πολύ στον απελευθερωτικό αγώνα αφυπνίζοντας τις συνειδήσεις των Ευρωπαίων και δημιούργησαν ένα κίνημα φιλελλήνων.
Μαντώ – Υψηλάντης:
Μάρτιος 1823, πρώτη συνάντηση τους στο Ναύπλιο. Εκεί της έδωσε ένα πιστοποιητικό για τους αγώνες της. Το πιστοποιητικό ήταν η αρχή μιας στενότερης γνωριμίας του πρίγκιπα Υψηλάντη με την Μαντώ, η οποία επί δυο χρόνια τους έστελνε στρατιώτες για να συμμετέχουν στις εκστρατείες της Πελοποννήσου. Λίγο αργότερα η γνωριμία τους αυτή κατέληξε σε αρραβώνα.
Η ενδυμασία της Μαντώς:
Η ενδυμασία της Μαντώς έχει έντονα στοιχεία της ευρωπαϊκής μόδας των αρχών του 19ου αιώνα και με ανατολίτικες επιρροές.
Ο Πολιτιστικός Λαογραφικός Σύλλογος Γυναικών Μυκόνου δώρισε φορεσιά της Μαντώς στο Λαογραφικό Μουσείο Μυκόνου το 2011. Την νεώτερη αυτή φορεσιά την επιμελήθηκε αφιλοκερδώς ο Γιάννης Μετζικώφ με την βοήθεια της Μαρλένας Γεωργιάδη. Φιλοξενείται προσωρινά στο Γρυπάρειο.
Το 1979 Ο Σύλλογος είχε αποδώσει για πρώτη φορά την φορεσιά της Μαντώς με την βοήθεια έμπειρων μοδιστρών.
Η Μαντώ σαν εικόνα υπάρχει σε ελαιογραφία του Ζωναρά σε ξύλο.
Επίσης, υπάρχει στη Μύκονο προτομή της Μαντώς του Κωνσταντίνου Δημητριάδη (1932).
Στην Πάρο υπάρχει η προτομή της του Κουβαρά (1936).