- Για μία ακόμη -συνεχόμενη- χρονιά έχουμε αύξηση του αριθμού των τουριστών που έρχονται στην Ελλάδα και το χρήμα που φέρνουν είναι «καθαρό» έσοδο, δηλαδή χρήμα που δίνει μεγάλη ανάσα στην οικονομία. Δεν είναι δανεικά λεφτά, όπως αυτά με τα οποία συνηθίσαμε να ζούμε τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν υπερήφανα κραυγάζαμε ότι δεν θα γίνουμε «τα γκαρσόνια της Ευρώπης». Το σύνθημα αυτό του ΚΚΕ, το οποίο υιοθέτησε -κακώς, κάκιστα- το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στο πλαίσιο της προσπάθειας κλεψίματος αριστερών θέσεων που ήταν της μόδας, ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την πολύ κακή πορεία της ελληνικής οικονομίας, αλλά και για τη διαμόρφωση της στρεβλής νοοτροπίας που μας οδήγησε στα δανεικά και στην κρίση.
Δεν γίναμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης, αλλά δεν γίναμε ούτε οι ξενοδόχοι της Ευρώπης, ούτε τίποτα άλλο. Γίναμε οι ζητιάνοι της Ευρώπης και της διεθνούς κοινότητας και ζούσαμε με δανεικά τα οποία θεωρούσαμε ως ορθόδοξοι χριστιανοί («άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών») ότι κανείς δεν θα μας τα ζητήσει πίσω και ότι τελικά θα μας τα χαρίσουν, ψευδαίσθηση την οποία ακόμη έχουν ο ΣΥΡΙΖΑ και πολλοί άλλοι. Μόνο που οι δανειστές δεν είναι ορθόδοξοι και δεν χαρίζουν τίποτα, κυρίως χρέη.
Και ενώ δεν γίναμε γκαρσόνια της Ευρώπης, δεν ανεβήκαμε ούτε στο τρένο της τεχνολογίας – άλλο όνειρο του αείμνηστου Α. Παπανδρέου που τελικά δεν υλοποιήθηκε. Η βιομηχανία της χώρας ναυάγησε, οι τράπεζες πήγαν καλά διότι έβγαζαν κέρδη δανείζοντας άκριτα, τις επιδοτήσεις για τις υποδομές τις φάγαμε στα μπουζούκια και στα ξενύχτια, αλλά και σε Καγιέν, Μερσεντές και Φεράρι, και τελικά βρεθήκαμε σήμερα, μετά από όλα αυτά, να γινόμαστε -επιτέλους!- τα γκαρσόνια της Ευρώπης.
Το μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης που έχουμε σήμερα έχει αρχίσει να διαφοροποιείται από αυτό των προηγούμενων δεκαετιών, δηλαδή από τον τουρίστα με το σακίδιο στην πλάτη που έκανε περπατώντας τον γύρο της Πελοποννήσου τρώγοντας φρούτα από τα δέντρα και πίνοντας νερό από τις πηγές χωρίς να αφήνει φράγκο. Ακόμη όμως οι ξενοδόχοι λένε ότι τα χρήματα που αφήνουν οι τουρίστες είναι περιορισμένα σε σχέση με τον αριθμό τους. Προτείνουν στην κυβέρνηση μέτρα, αλλά ποια κυβέρνηση στην Ελλάδα λειτουργεί υπέρ του επιχειρηματία; Καμία. Συνεπώς παραμένουμε κολλημένοι στα παλιά πρότυπα και σε αυτόν τον τομέα, με μόνη πρόοδο αυτή που πετυχαίνουν μόνοι τους και αβοήθητοι κάποιοι επιχειρηματίες σε διάφορες περιοχές.
Μια περίπτωση που ξεχωρίζει είναι αυτή της Μυκόνου, την οποία οι Ελληνες «αγαπάμε να μισούμε», όπως λένε και οι Αμερικανοί.
Η Μύκονος εισπράττει για λογαριασμό όλης της χώρας. Εχει τα ακριβότερα ξενοδοχεία, τις ακριβότερες βίλες, τα ακριβότερα εστιατόρια, τις ακριβότερες ξαπλώστρες παραλίας, τα ακριβότερα κοκτέιλ, τις ακριβότερες σαμπάνιες. Αρκετές χιλιάδες εργαζόμενοι την καλοκαιρινή σεζόν στη Μύκονο ζουν τις οικογένειές τους ολόκληρη τη χρονιά. Και το κράτος εισπράττει μεγάλα ποσά σε φόρους από τις επιχειρήσεις του νησιού και από όλους όσοι εργάζονται και ζουν σε αυτό. Θα μπορούσε φυσικά να εισπράττει πολύ περισσότερα αν το φορολογικό του σύστημα ήταν λογικό και αποτελεσματικό. Αλλά επειδή δεν είναι, η φοροδιαφυγή στη Μύκονο οργιάζει, όπως οργιάζει και σε κάθε άλλη γωνιά της Ελλάδας. Και ο Δήμος Μυκόνου δεν παίρνει αρκετά χρήματα για να φτιάξει τις υποδομές του και έτσι το νησί αρχίζει να «κλατάρει». Δεν έχει νερό -ούτε λόγος για δίκτυο-, δεν έχει δρόμους, δεν έχει πεζοδρόμια, δεν έχει αποχετεύσεις, δεν έχει τίποτα. Μόνο ό,τι κάνουν οι ιδιώτες επιχειρηματίες (Ελληνες και ξένοι) για να μη ναυαγήσουν.
Γιατί δεν παίρνει λεφτά το νησί από το κράτος για να φτιάξει τις υποδομές; Επειδή μοιράζονται με βάση τον αριθμό των κατοίκων, που στην περίπτωση της Μυκόνου είναι 10.000 τον χειμώνα, δηλαδή σχεδόν τίποτα. Το κρατικό (ευρωπαϊκές επιδοτήσεις) χρήμα μοιράζεται λοιπόν αλλού και όχι εκεί όπου χρειάζεται. Το ίδιο φυσικά συμβαίνει και σε άλλες περιοχές και σε όλα τα νησιά, τα οποία μένουν χωρίς υποδομές. Τι σημαίνει αυτό; Οτι δεν έχουμε πολιτική τουριστικής ανάπτυξης, αλλά μόνο μικροπολιτική εξαγοράς ψηφοφόρων και με βάση αυτή κινούμαστε. Και πού πάμε; Πουθενά φυσικά.
Αλλά δεν είναι μόνο το κράτος που φταίει σε αυτή την περίπτωση, είναι και η κοινωνία, η… άτιμη κενωνία που λέγανε και οι ρεμπέτες. Διότι μισεί και ζηλεύει το κέρδος του διπλανού, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Μυκονιάτη. Αγαπημένο θέμα των εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών είναι οι πανάκριβες τιμές της Μυκόνου. Μόλις τα Μέσα Ενημέρωσης πουν ότι η Μύκονος είναι πανάκριβη, ότι μια μπίρα κοστίζει 20 ευρώ, ότι κάποιοι ξοδεύουν 100.000 για σαμπάνιες στην παραλία, η αναγνωσιμότητα και η ακροαματικότητα εκτοξεύονται στα ύψη. Και τα media το κάνουν αυτό επειδή θέλουν να ικανοποιήσουν τα άγρια ένστικτα των αναγνωστών. Αντί να παρακαλάμε δηλαδή να έχουμε άλλες δέκα, είκοσι, εκατό Μυκόνους για να εισπράττει η χώρα το χρήμα των πλούσιων τουριστών, γκρινιάζουμε λες και μας ζητάει κανείς να πληρώσουμε εμείς σε αυτές τις τιμές.
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, το ευλογημένο νησί της Μυκόνου δεν μπορεί να αναπαραχθεί. Ενώ θα έπρεπε να προσπαθούμε -κατά τη γνώμη μου φυσικά και το λέω γνωρίζοντας ότι πολλοί θα διαφωνήσουν- να φτιάξουμε και άλλες Μυκόνους για να αυξήσουμε τα έσοδά μας.