Τον προβληματισμό και την ανησυχία του εκφράζει με ανάρτηση του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων κ. Γιάννης Χατζήςμε αφορμή τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Όπως τονίζει τα ζητούμενα των ξενοδόχων έμειναν και πάλι στο ράφι ενώ ακολουθήθηκε η “πεπατημένη” της περαιτέρω επιβάρυνσης.
Η ανάρτηση του προέδρου της ΠΟΞαναλυτικά:
“Προβληματισμό κι ανησυχία προκαλούν στον ξενοδοχειακό κόσμο της χώρας οι ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού από το βήμα της ΔΕΘ.
Όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές είναι ώρα αποφάσεων προκειμένου ο τουρισμός να μπορέσει να συνεχίσει τη μεγάλη προσφορά του στην οικονομία και την κοινωνία. Αυτό σημαίνει σχέδιο. Για τις υποδομές, για την ποιοτική αναβάθμιση του προϊόντος μας, για τη βιωσιμότητα επιχειρήσεων και τοπικών κοινωνιών.
Δυστυχώς, αυτά τα ζητούμενα έμειναν και πάλι στο «ράφι».
Αντίθετα για μια ακόμη φορά ακολουθήθηκε η πεπατημένη της περαιτέρω επιβάρυνσης του ξενοδοχείου:
Α) Αύξηση του τέλους ανθεκτικότητας στους μήνες της σεζόν και χωρίς μέχρι σήμερα να έχει υπάρξει ένας απολογισμός για το πως αξιοποιήθηκαν και τι απέδωσαν οι πόροι που συγκεντρώθηκαν από τη θεσμοθέτησή του.
Β) Αύξηση 50% του τέλους παρεπιδημούντων και μάλιστα οριζόντια, επί δικαίων και αδίκων, ενώ είναι σαφές πως η όποια πρόσθετη επιβάρυνση προκλήθηκε στις δημόσιες υποδομές κατά τα έτη 2009-2023 δεν οφείλεται στα νομιμα ξενοδοχειακά καταλύματα. Μέσα στην πενταετία (2019-2023) οι κλίνες της βραχυχρόνιας μίσθωσης αυξήθηκαν κατά 100%, όταν οι κλίνες των ξενοδοχειακών μονάδων κινήθηκαν ανοδικά μόλις κατά 3,5%, όπως προκύπτει από τη μελέτη της Grant Thornton για λογαριασμό του ΞΕΕ, στην οποία σημειώνεται επίσης πως η ανάπτυξη των βραχυχρόνιων μισθώσεων συνεπάγεται μεγαλύτερο παραγόμενο όγκο απορριμμάτων ανά επισκέπτη (+20%) σε σύγκριση με μακροχρόνιους ενοικιαστές.
Γ) Καμία ουσιαστική αλλαγή στην βραχυχρόνια μίσθωση στην οποία δεν τίθεται επί της ουσίας κανένας σοβαρός περιορισμός εξ’ όσων ακούσαμε στη ΔΕΘ. Και αυτό παρά τις τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις για τους πολίτες. Δυστυχώς πιστεύουμε ότι είναι άστοχη η ανοχή που έχει η πολιτεία σε μια δραστηριότητα που δήλωσε το 2023 μόλις το 20% των εισοδημάτων της στην ΑΑΔΕ (δηλώθηκαν από τους επιχειρηματίες 677 εκατομμύρια ευρώ και δηλώθηκαν από τις πλατφόρμες 3,300 εκατομμύρια ευρώ). Έχουμε φτάσει να δυσκολευόμαστε και εμείς να προσδιορίσουμε την ταυτότητα της δραστηριότητας αυτής, καθώς οι υποστηρικτές της δηλώνουν επιχειρηματίες εάν η συζήτηση αφορά χρονικούς περιορισμούς στην άσκηση της, ενώ δηλώνουν συμμετέχοντες στην οικονομία διαμοιρασμού εάν η συζήτηση αφορά φορολογικά μέτρα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι εάν δεν αλλάξουμε ρότα, με τον ανεξέλεγκτο ρυθμό που αναπτύσσεται η συγκεκριμένη δραστηριότητα η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη θα συνεχίσει να μειώνεται, η στεγαστική κρίση θα βαθαίνει και η αγορά ακινήτων θα αποκτήσει χαρακτηριστικά φούσκας.
Ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι έχοντας να αντιμετωπίσει πολλαπλές προκλήσεις, την ίδια στιγμή που κατά την τρέχουσα σεζόν φάνηκαν έντονα τα σημάδια της κόπωσης ακόμη και σε εξαιρετικά δημοφιλείς προορισμούς της χώρας. Η αγοραστική δύναμη των τουριστών μειώνεται, το κόστος λειτουργίας αυξάνεται, οι προ-κρατήσεις για το 2025 δείχνουν σημάδια ωρίμανσης. Κανένα βιώσιμο αύριο για τον τουρισμό δεν θα προκύψει μέσα από τις αντιγραφές του παρελθόντος και τις εύκολες εισπρακτικές λύσεις που αντιμετωπίζουν το ξενοδοχείο ως «λεφτόδεντρο».
Όπως δείχνουν και τα πρόσφατα στοιχεία της ΤτΕ, το ταξιδιωτικό ισοζύγιο «κρατάει όρθιο» το ισοζύγιο εξαγωγών. Οι εισαγωγές αυξάνονται, οι εξαγωγές μειώνονται, ο πληθυσμός γερνάει, οι μεταρρυθμίσεις καθυστερούν και οι επενδύσεις σε άλλους παραγωγικούς τομείς είναι ανεμικές. Ένας τομέας με τους πολλαπλασιαστές και την διείσδυση στην πραγματική οικονομία που έχει ο δικός μας δεν μπορεί να συνεχίσει να αντιμετωπίζεται ως η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική ανακούφιση. Οι αριθμοί φωνάζουν την αλήθεια αλλά «εις ώτα μη ακουόντων», όπως φαίνεται.
Είμαστε στο αντίθετο ρεύμα από αυτό που θα έπρεπε. Αντί να ξεκλειδώσουμε τις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα, ο κρατισμός θριαμβεύει βάζοντας όλο και πιο βαθιά το χέρι στα ταμεία των επιχειρήσεων. Ξέρουμε καλά που οδηγούν αυτές οι πρακτικές.
Επιβαρύνσεις χωρίς μέτρο και σχέδιο, σε μια συγκυρία δυσκολιών και προκλήσεων, προοιωνίζονται δυσάρεστες εξελίξεις για τον ελληνικό τουρισμό και συνακόλουθα για την εθνική οικονομία.
Η μεγάλη φυγή προς τα εμπρός δεν θα γίνει χωρίς συνεργασία, σχέδιο και στόχους”.