Απειλεί και την Ελλάδα το φάντασμα του υπερτουρισμού | Σαντορίνη, Μύκονος τα μεγαλύτερα προβλήματα
Το άνοιγμα των αγορών της Ασίας, με επιτομή τις αγορές της Ινδίας και της Κίνας, δείχνει ότι η κορωνίδα του προβλήματος είναι μπροστά μας και οσονούπω η διαδικασία της όσμωσης θα το φέρει εντονότερα στην πόρτα μας.
Τούτο αναντίρρητα δημιουργεί κίνδυνο για την ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό.
Είναι κοινός τόπος ότι ο υπερτουρισμός, συνιστά σήμερα μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις του κλάδου, καθώς οι συνέπειές του (υπερδόμηση, υπερφόρτωση/ελλείψεις υποδομών, επιβάρυνση του περιβάλλοντος) δύνανται να αλλοιώσουν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, με αρνητικά αποτελέσματα τόσο για το τουριστικό προϊόν καθαυτό, όσο και για τη φήμη της χώρας.
Ως εκ τούτου, όπως επισημαίνουν μετ’ επιτάσεως παράγοντες της τουριστικής αγοράς, η αύξηση των τουριστικών ροών δεν θα πρέπει πλέον να αποτελεί πρωταρχικό στόχο, όσο η κατανομή τους σε περισσότερες περιφέρειες της χώρας, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Ελληνικοί προορισμοί όπως η Αθήνα, η Μύκονοςκαι η Σαντορίνη (κυρίως λόγω κρουαζιέρας), αλλά και τα Χανιά (Ιούλιο-Αύγουστο στην πόλη λόγω έλλειψης parking) φλερτάρουν με τον υπερτουρισμό κυρίως κατά την περίοδο υψηλής ζήτησης, με αποτέλεσμα να προκαλούνται προβλήματα που επηρεάζουν τόσο τους ταξιδιώτες, όσο και τους μόνιμους κατοίκους των κορεσμένων περιοχών.
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός ότι το 2023 η ελληνική πρωτεύουσα συμπεριελήφθη στις πόλεις που «βούλιαξαν» από τον υπερτουρισμό.
«Ο υπερτουρισμός και οι ιδιαίτερα αυξημένες ροές σε συγκεκριμένες περιόδους συνιστούν μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις, καθώς οι συνέπειες, με την υπερδόμηση, την υπερφόρτωση και τις ελλείψεις υποδομών, την επιβάρυνση του περιβάλλοντος κ.λπ., μπορεί να αλλοιώσουν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, με αντίστροφα από τα επιθυμητά αποτελέσματα για το τουριστικό προϊόν και τη φήμη της χώρας», είχει αναφέρει σε παλαιότερη έκθεσή της η Alpha Bank.
Στην ίδια κατεύθυνση, σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) για τον Ιούλιο, αν και η γενική φήμη της Ελλάδας στο διαδίκτυο υπερέβη την αντίστοιχη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, «υποχώρησε ελαφρώς, εξαιτίας της ταξιδιωτικής εμπειρίας, ακολουθώντας την πτωτική τάση που καταγράφηκε σε παγκόσμιο και ευρωπαϊκό επίπεδο – φαινόμενο που παρατηρείται συχνά στην αιχμή της τουριστικής περιόδου, εν μέσω και της έντονης εποχικότητας».
Τα προβλήματα
Η επάρκεια των υποδομών και δη των δικτύων ύδρευσης, με αποτέλεσμα την πίεση των φυσικών πόρων, η διαχείριση των απορριμμάτων και η συνολική επιβάρυνση των προορισμών (φέρουσα ικανότητα) αποτελούν μερικά από τα πιο βασικά προβλήματα του υπερτουρισμού.
Ουκ ολίγες φορές, οι υποδομές απορριμμάτων στις Κυκλάδες έχουν φτάσει στα όριά τους κατά την περίοδο υψηλής ζήτησης λόγω του τεράστιου όγκου των τουριστικών ροών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετά νησιά έρχονται αντιμέτωπα το καλοκαίρι με ιδιαίτερα αυξημένες ποσότητες απορριμμάτων -με μεσοσταθμική αύξηση πάνω από το 100%- λόγω της υπέρμετρης αύξησης της τουριστικής κίνησης κατά τους μήνες αιχμής.
Μεταξύ άλλων, οι μόνιμοι κάτοικοι των προορισμών δυσφορούν λόγω θορύβου και κυκλοφοριακού φορτίου με αποτέλεσμα να θεωρούν ότι υποβαθμίζεται η ποιότητα της ζωής τους.
Οι αρνητικές επιπτώσεις του υπερτουρισμού «ακουμπάνε» και τον κλάδο των ακινήτων, καθώς οι τιμές πώλησης και ενοικίασης των ακινήτων που είναι «διαθέσιμα» για τους μόνιμους κατοίκους των περιοχών αυξάνονται, με αποτέλεσμα η εύρεση στέγης να αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα.
Μάλιστα, ακόμη και οι ίδιοι οι τουρίστες πλείστες φορές δεν αισθάνονται ικανοποιημένοι από το ταξίδι τους και τις υπηρεσίες που έχουν δεχθεί στους προορισμούς που πλήττονται από τον υπερτουρισμό.
Ενδεικτικό της σημασίας ανάσχεσης του φαινομένου του υπερτουρισμού και των ορίων μεταξύ βιώσιμης και άναρχης ανάπτυξης είναι το γεγονός ότι η φέρουσα ικανότητα των προορισμών, δηλαδή τα μέγιστα ανεκτά όρια επιβαρύνσεων και μεταβολών ενός τόπου ώστε να μη διαταράσσεται η ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον, στην οικονομία και στην τοπική κοινωνία, έχει απασχολήσει και το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Σε «βραχνά» για τους ντόπιους, αλλά και για τους τουρίστες εξελίσσεται πλείστες φορές η ταυτόχρονη προσέγγιση κρουαζιερόπλοιων σε προορισμούς που δεν δύνανται να υποστηρίξουν την έλευση χιλιάδων τουριστών μία δεδομένη χρονική στιγμή.
Εξ ου και οι φορείς του κλάδου αναδεικνύουν όλο και πιο έντονα την ανάγκη εφαρμογής του berth allocation system, ενός συστήματος ελέγχου των αφίξεων και των αναχωρήσεων των κρουαζιερόπλοιων.
Στόχος είναι η ορθολογικότερη κατανομή αφίξεων και αναχωρήσεων τόσο εντός της ημέρας όσο και εντός της εβδομάδας, με έγκαιρο προγραμματισμό και συγκεκριμένα κριτήρια, ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα συνωστισμού, να ελαχιστοποιούνται τυχόν κίνδυνοι και συνολικά να βελτιώνεται η εμπειρία των τουριστών στους προορισμούς.
«Είναι αναγκαία η εγκατάσταση του berth allocation system για την καλύτερη αναδιοργάνωση των λιμένων. Έτσι θα επιτευχθεί η διάχυση των κρουαζιερόπλοιων σε όλη τη σεζόν και η οργάνωση τω δραστηριοτήτων θα είναι πολύ καλύτερη και θα πραγματοποιείται με γνώμονα την εμπειρία του επιβάτη», αναφέρουν πηγές του κλάδου της κρουαζιέρας.
Μέτρα
Με στόχο, πάντως, τον περιορισμό των επιπτώσεων του υπερτουρισμού, ορισμένες πόλεις ανά τον κόσμο έχουν λάβει δραστικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής νέων ή αναθεωρημένων φορολογικών ρυθμίσεων, προστίμων που συνδέονται με νέους τοπικούς νόμους και «απομάκρυνσης», εστιάζοντας στην προσέλκυση λιγότερων τουριστών.
Όπως σημειώνουν, δε, επιχειρηματίες του κλάδου, η ανάγκη για την ανάπτυξη ενός νέου τουριστικού μοντέλου βασισμένου στη βιωσιμότητα είναι πλέον επιτακτική. «Χρειάζεται ένα πλάνο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του υπερτουρισμού.
Οι τουρίστες έχουν πάντα τη δυνατότητα να επισκέπτονται τη χώρα μας εκτός περιόδου υψηλής ζήτησης και να καταβάλλουν προσπάθειες για να περιορίσουν τις σπατάλες που θα επιβαρύνουν τον προορισμό».
Μάλιστα, όπως αναφέρουν, η προώθηση ταξιδιών εκτός αιχμής, καθώς και η προβολή άλλων προορισμών ενδιαφέροντος, ο έλεγχος του αριθμού των επισκεπτών, οι επενδύσεις σε υποδομές ώστε να μπορούν να «σηκώσουν» το βάρος του αυξημένου αριθμού ταξιδιωτών, αλλά και η χρήση της τεχνολογίας για τη διαχείριση του τουρισμού αποτελούν κάποιες από τις πλέον ενδεδειγμένες λύσεις για τον περιορισμό του φαινομένου του υπερτουρισμού.