Χαιρετισμός για τις διήμερες εκδηλώσεις για τη συγγραφέα Μέλπω Αξιώτη
«Χαιρετίζω την αποψινή εκδήλωση του αφιερώματος για την συγγραφέα Μέλπω Αξιώτη, την σπουδαία αυτή Μυκονιάτισσα. Λόγοι εργασίας δεν μου επέτρεψαν να είμαι παρών. Παρόλα αυτά θέλω να πω δυο λόγια για τις εκδηλώσεις αυτές, που συνδιοργανώνει Kdeppam Mykonos με τη Βιβλιοθήκη Παναγιώτη Κουσαθανά «Δημοτική Στέγη Μελέτη Πολιτισμού και Παράδοσης» υπό την αιγίδα του Δήμου μας.
Το διήμερο αυτό αφιέρωμα, 12 και 13 Μαΐου, με θεατρικές παραστάσεις και ομιλίες γίνεται για τα 50 χρόνια από το θάνατο της Μέλπως. Ήταν 22 Μαΐου το ’73 όταν η Μέλπω πεθαίνει στις 4 το απόγευμα σε ηλικία 68 ετών σε ένα οίκο ευγηρίας στο Νέο Ψυχικό. Προτιμώ βέβαια να βλέπω το αφιέρωμα αυτό ως εκδηλώσεις για τα 120 χρόνια (1903-1973) από την γέννηση αυτής της φωτεινής γυναίκας, που άφησε το σπουδαίο έργο της ως παρακαταθήκη για τον τόπο μας. Κι αυτό γιατί θυμάμαι συχνά μια φράση της συγγραφέως με την οποία κλείνει το μυθιστόρημά της «Εικοστός αιώνας», γράφοντας πως « Η ζωή δε χαλιέται με τη φωτιά, όπως ο άνθρωπος. Είναι αιώνια».
Διάβασα τη Μέλπω στα χρόνια του Λυκείου, μιας και ρώτησα να μάθω για την προτομή της που είχε στηθεί στους Κάτω Μύλους επί δημαρχίας Μαθιού Αποστόλου φιλοτεχνημένη από τον τηνιακό γλύπτη Πραξιτέλη Τζανουλίνο. Αργότερα την ξαναδιάβασα για να καταλάβω ακόμη περισσότερο τις αγωνίες αυτής της γυναίκας, για την περιπέτεια της ζωής της, αλλά και τις σχεδόν βιωματικές μυθιστορίες του τόπου της από τον οποίο συναισθηματικά δεν έφυγε ποτέ, παρότι έζησε ως αυτοεξόριστη στη Γαλλία, για να απελαθεί κι από εκεί κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου, με εντολή της ελληνικής κυβέρνησης. Κάθε ανάγνωση ήταν μια αποκάλυψη για την «ψυχή του νησιού» όπως η ίδια αναφέρει. Αισθανόμουν πως τιμούσα και συμμεριζόμουν το έργο της, ιδιαίτερα όταν διάβασα στο βιβλίο της «Κάδμω» όπου με αγωνία κατέθετε «Κι εγώ τώρα σε ποιον θ’ αφήσω την κληρονομιά μου; … – Όχι την υλική κληρονομιά – δεν έχω εγώ παρόμοια, κι έτσι δεν είμαι τώρα πια παρά ένα άγαλμα μαρμάρινο πάνω σ’ ένα μικρό σταυροδρόμι…».
Η Αξιώτη εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με δύο διηγήματα το 1933 και 1934 στο περιοδικό της Μυκόνου « Μυκονιάτικα Χρονικά». Το όνομά της έγινε όμως γνωστό όταν πήρε το πρώτο βραβείο Γυνακείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών το 1939 για το μυθιστόρημά της «Δύσκολες Νύχτες». Σχετίστηκε με πολλούς διανοούμενους της εποχής της στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πολιτικοποιημένη συγγραφέας, προσχώρησε στο ΚΚΕ το 1936 και παρέμεινε εκεί σε όλη της τη ζωή. Επέστρεψε στην πατρίδα της μόλις τον Δεκέμβρη του 1964 μετά από προσπάθεια 18 ετών. Το συγγραφικό και μεταφραστικό της έργο είναι μεγάλο με διεθνή αναγνώριση. Η γραφή της διαβάζω πως προκάλεσε αμηχανία σε εκείνους που αντιπροσώπευαν το τότε λογοτεχνικό κατεστημένο.
Προσωπικά πιστεύω πως το έργο της συμπατριώτισσάς μας Μέλπως Αξιώτη, ανάμεσα σε άλλα είναι κι ένας αγώνας για την επανασύνδεσή της με το παρελθόν του τόπου της, ένας αγώνας, μετά από τόσα χρόνια εξορίας, να επαναφέρει τα πράγματα στη συνείδησή της ώστε να κατορθώσει να λειτουργήσει γόνιμα στο παρόν. Ο τρόπος που γίνεται αυτή η προσπάθεια είναι άκρως διδακτικός. Είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα ζωής από το οποίο έχουμε να διδαχθούμε πολλά. Τολμώ να πω επίσης πως τα γραπτά της δείχνουν τον δρόμο να σεβαστούμε και να αγαπήσουμε τον τόπο μας για τις αρετές του και τους ανθρώπους του.
Εύχομαι οι προσεγγίσεις που θα γίνουν και σήμερα και στη συνέχεια από συγγραφείς και μελετητές να φωτίζουν διαρκώς της σκέψη της και τα μαγικά υλικά δημιουργίας της, ωσάν να ήταν το υφάδι και το στημόνι της ιστορίας του τόπου μας και του κόσμου, στοιχεία που ξεπερνώντας το προσωπικό βίωμα γίνονται πανανθρώπινα.»
Φωτο: Η καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Μαίρη Μικέ και ο συγγραφέας Παναγιώτης Κουσαθανάς.
Ο θίασος από την θεατρική παράσταση «Εικοστός αιώνας» της θεατρικής ομάδας φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.