όσα διαβάζω για τον ξυλοδαρμό του Μανώλη Ψαρρού, που εργάζεται στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων; Και γιατί να εκπλαγώ από την «αδιαφορία» των αρμοδίων παρά τα κροκοδείλια δάκρυα. Και ασφαλώς δεν θα με εκπλήξουν και όσα αντίστοιχα συμβούν. Γιατί το ξύλο δεν βγαίνει από τον παράδεισο αλλά από τον «παράδεισο» της Μυκόνου.
Το βράδυ, στο δελτίο των οκτώ, πριν το «Ρεμέτζο» ανοίξει στη διαπασών την ηχορύπανση -μαζί με τις limited edition σαμπάνιες του- λυπόμουν για το άδοξο τέλος μιας σοβαρής «επένδυσης» στη Φιλοθέη, από ένα νέο εφοπλιστή και κάτι Τούρκους «επενδυτές», η θέση των οποίων προφανώς ήταν στη Μύκονο και όχι στον Κορυδαλλό.
Κάτω από το παράθυρό μου, ο συνομήλικός μου Νικόλας Βερώνης, ατάραχος για τα τεκταινόμενα, κατάβρεχε την κουβέρτα της βάρκας του με το μπουγέλο βαμμένο κι αυτό στο γαλάζιο χρώμα της παλαιάς Βιβεχρώμ, σαν το γαλάζιο του ουρανού του.
Ανάμεσα στο ψαρά και τους billionaireς, μια οικογένεια Ρομά σε πρόχειρο καταυλισμό μπροστά στα δημοτικά ουρητήρια, δίπλα από τα κότερα, δροσίζονταν από την κάψα της ημέρας με μια μάνικα και δεν μπορούσα να διακρίνω αν το φαιό υγρό, που έλουζε το κορμί τους, ήταν το αφαλατωμένο μυκονιάτικο νερό ή λήμματα βιολογικού βόθρου.
Το παρελθόν γύρευε πάλι να με χτικιάσει αλλά δεν είχα το κουράγιο να πάω να το συναντήσω. Και σκεπτικός, διάβασα στο «Βήμα της Κυριακής», τη συνέντευξη του Σαμαρά για το μέλλον: τη νέα Ελλάδα που «γίνεται μια φυσιολογική χώρα». Ε! λοιπόν εγώ το πρόλαβα το «Νέα Ελλάς» πλευρισμένο, στη δεκαετία του ’50, μπροστά από τον Άγιο Νικόλαο στον Πειραιά, να ξεφορτώνει με το βίντσι μεταχειρισμένες Chevrolet και Cadillac που θα τις βλέπαμε αργότερα, στις πιάτσες της μετεμφυλιακής Αθήνας.
Όμως το τελευταίο υπερωκεάνιο, των προτελευταίων μεταναστών, να που ποντίζεται ξανά στα νερά του νησιού, που εκπροσωπεί επαξίως το όραμα του πρωθυπουργού: Ανάπτυξη και εξωστρέφεια!
Το «Κωστάκης Τόγιας» βέβαια, από το οποίο το καμάρωνα, καθώς περνούσαμε πλάι του, θα συνεχίζει τη γραμμή: «Σύρο, Τήνο, Μύκονο, Άγιο Κύρικο, Καρλόβασι, Βαθύ» με τους πολιτικούς κρατούμενους για την εξορία, στοιβαγμένους στην τρίτη θέση. Καλοτυχίζω λοιπόν τον εαυτό μου που ζω στη νέα Ελλάδα.
«Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά, σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης», θα γράψει ο Σεφέρης ζώντας κι αυτός την Αγωνία του ’36
Τουλάχιστον, να μην έχουμε την τύχη που επεφύλαξαν στον Στέφαν Τσβάιχ οι Ναζί:
«Τρεις φορές διέλυσαν το σπίτι και την ύπαρξή μου, με ξερίζωσαν απ’ ό,τι απότελούσε το παρελθόν μου και με τη δραματική ορμητικότητά τους με εκσφενδόνισαν στο κενό, σε κείνο το τόσο γνώριμο σε μένα “Δεν ξέρω πού να πάω”. Αλλά δεν παραπονιέμαι γι’ αυτό∙ γιατί η αλήθεια είναι πως αυτός που χάνει την πατρίδα του, κερδίζει μια νέα ελευθερία και μόνο εκείνος που αποδεσμεύεται από κάθε δεσμό δεν χρειάζεται πλέον να νοιάζεται για τίποτα».
πηγη tovima.gr