Η κρεμμυδόπιτα της Μυκόνου
Τα Χριστούγεννα, τα στενά δρομάκια της Μυκόνου μοσχοβολούν από τις δίπλες, τα φοινίκια, τους κουραμπιέδες και τα Χριστόψωμα που ψήνονται στο φούρνο.
Στα χωριά ζυμώνουν και ψήνουν ένα επιπλέον Χριστόψωμο το οποίο μοιράζουν στα ζώα του σπιτιού. Εκτός από τα γλυκίσματα οι νοικοκυρές μαγειρεύουν λαρδί χοιρινό με χόρτα ή λάχανο, το οποίο συμβολίζει την αφθονία, κρέας ψητό στον φούρνο, κρεμμυδόπιτα με ντόπια «τυροβολιά» και μελόπιτα με τυροβολιά, μέλι και κανέλα.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάςομάδα «καλαντιστάδων» του Πολιτιστικού Λαογραφικού Συλλόγου Γυναικών Μυκόνου, με την παραδοσιακή «καράβα» και το φαναράκι στα χέρια, περιφέρεται στην Χώρα ψάλλοντας τα Μυκονιάτικα και τα παραδοσιακά Δηλιανά Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα
Η ημέρα των Φώτων είναι επίσης λαμπρή γιορτή στη Μύκονο επειδή ξεκινούν τα «μπαλόσια», έθιμο Βενετσιάνικης προέλευσης με ρίζες την λέξη «ballonzolo» που σημαίνει «χοροπήδημα» και «Ballocio» που σημαίνει «χορουδάκι». Τους χορούς αυτούς συνοδεύουν βιολιά, τσαμπούνες και τουμπάκια.
Το γεμιστό κατσικάκι της Νάξου
Ένα παραδοσιακό γαστρονομικό έθιμο της Νάξου είναι γεμιστό κατσίκι με διάφορα χορταρικά και ρύζι, το οποίο παρασκευάζεται και προσφέρεται τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Ζυμώνονται επίσης τα Χριστόψωμα με σταφίδες και καρύδια, τα οποία έχουν στο κέντρο ένα ολόκληρο καρύδι με το τσόφλι του και ένα σταυρό από ζυμάρι. Στη Νάξο ψέλνονται, ως κάλαντα, τα περίφημα «κοτσάκια», ένα είδος μαντινάδας με σκωπτικό χαρακτήρα.
Το παριανό χριστόψωμο
Στην Πάρο τα παιδιά ψάλλουν τα κάλαντα το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, αμέσως μετά τον εσπερινό και ανήμερα το πρωί μετά το τέλος της λειτουργίας.
Τα Χριστούγεννα οι νοικοκυρές ψήνουν Χριστόψωμα φτιαγμένα από αλεύρι και ξηρούς καρπούς, σχηματίζουν με το ζυμάρι ένα σταυρό πάνω σε αυτά και τα δίνουν για τροφή στα ζώα του σπιτιού. Το πρωί της παραμονής των Θεοφανείων, μετά τη τέλεση του «Μικρού Αγιασμού», οι ιερείς, φορώντας το πετραχήλι και κρατώντας στο χέρι το σταυρό μ’ ένα κλαδί φρέσκο βασιλικό, «φωτίζουν» τα σπίτια.
Τους συνοδεύει ένα παιδί το οποίο κρατάει στα χέρια του ένα κουβαδάκι με τον αγιασμό, την «σίγκλα», κι ένα λαδοφάναρο με το Άγιο Φως. Πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι οι ιερείς ψάλλουν το «Εν Ιορδάνη…» και «φωτίζουν», κατά την τοπική διάλεκτο, τους πιστούς και τα δωμάτια του σπιτιού τους ώστε να απομακρυνθούν τα κακά και πονηρά πνεύματα. Οι νοικοκυρές ρίχνουν στη «σίγκλα» τον οβολό τους και ειδικά στην Μάρπησσα, προτείνουν στον ιερέα να καθίσει στον καναπέ λέγοντας του: «…Κάτσε παπά για να καθίσει κι η κλώσσα μας!» και τον κερνούν νηστίσιμα μπουρεκάκια.
Το απόγευμα της παραμονής των Θεοφανείων ομάδες παιδιών και ενηλίκων ψάλλουν τα παριανά κάλαντα τα οποία είναι επηρεασμένα από την αναγγελία του χαρμόσυνου γεγονότος της Βάπτισης του Χριστού.
Τα ξημερώματα της ημέρας των Φώτων γίνεται λειτουργία στη ανδρική Μονή της Λογγοβάρδας, βορειανατολικά της πρωτεύουσας Παροικιάς. Η λειτουργία αρχίζει στις δύο τα ξημερώματα και την παρακολουθούν μόνο άντρες, ενώ οι γυναίκες πηγαίνουν στην αντίστοιχη τελετή του Ιερού Ναού του Ταξιάρχη, πάντοτε στην ίδια περιοχή.
Το πρωί των Θεοφανείων στους παράκτιους οικισμούς της Πάρου, μετά το τέλος της λειτουργίας του «Μεγάλου Αγιασμού», ο ιερέας, οι ψάλτες και το εκκλησίασμα πηγαίνουν από την εκκλησία στο λιμάνι, κρατώντας την εικόνα της Βάφτισης και τα Εξαπτέρυγα, για να γίνει ο αγιασμός των υδάτων και η κατάδυση του Τίμιου Σταυρού. Μετά τη λειτουργία όσοι πιστοί έχουν νηστέψει την προηγουμένη μέρα φέρνουν αγιασμό στο σπίτι και τον πίνουν. Η γιορτή αυτή θεωρείται ως ημέρα κάθαρσης και εξαγνισμού για τους ανθρώπους, τα ζώα και τη Φύση γενικότερα. Οι γεωργοί ραντίζουν με αγιασμό τα ζώα τους, τις κατοικίες τους, τα χωράφια, τα δέντρα, τα πηγάδια. Αυτό το τελετουργικό πρέπει να γίνει μέχρι το μεσημέρι γιατί θεωρείται ότι αργότερα ο αγιασμός χάνει τη δύναμη της κάθαρσης και του εξαγνισμού.
Παραδοσιακά κάλαντα από την Σίφνο
Στην Σίφνο τα παραδοσιακά Σιφνέικα κάλαντα είναι αυτοσχέδιες δημιουργίες στην τοπική διάλεκτο οι οποίες συνδέονται άμεσα με την θρησκευτική ζωή και ψέλνονται από το μεσημέρι μέχρι το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Οι συνθέσεις αυτές αναδεικνύουν το ταλέντο του δημιουργού, εκφράζουν συναισθήματα και σχολιάζουν πρόσωπα και καταστάσεις. Στην Σίφνο το πατροπαράδοτο χριστουγεννιάτικο τραπέζι αποτελείται, κατά βάση, από χοιρινό κρέας παστό ή στο φούρνο και από Χριστόψωμα ζυμωμένα με γλυκάνισο.
Τα φαναράκια της Σύρου
Στη Σύρο την «Καλή Βραδιά», δηλαδή την παραμονή των Χριστουγέννων, οι καθολικοί κάτοικοι, κυρίως της συριανής υπαίθρου και της Άνω Σύρου, μετά από την εκκλησία, επιστρέφουν στα σπίτια τους και τρώνε ψάρι και κουνουπίδι.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μέλη του Aρωμα Παράδοσης, ντυμένα με την παραδοσιακή συριανή φορεσιά, περιέρχονται στους δρόμους της Ερμούπολης κρατώντας το στολισμένο παραδοσιακό καραβάκι και ψάλλουν τα κάλαντα.
Το καραβάκι συμβολίζει την πλεύση του ανθρώπου προς την καινούργια ζωή μετά τη γέννηση του Χριστού. Στη Σύρο τα τελευταία χρόνια το ξεχασμένο αυτό κυκλαδίτικο έθιμο έχει αναβιώσει μετά από αξιέπαινες προσπάθειες πολιτιστικών και δημοτικών φορέων. Την παραμονή των Θεοφανείων μέλη του Παραδοσιακού εργαστηρίου Σύρου ψάλλουν πάλι τα κάλαντα κρατώντας, αυτή τη φορά, φαναράκια φτιαγμένα από κούφια φρέσκα πορτοκάλια και μαντρινια, αναβιώνοντας ένα παμπάλαιο συριανό έθιμο.
Το “Τραπέζι της Αδελφότητας” στην Τήνο
Στην Τήνο , το «Τραπέζι της Αδελφότητας» είναι ένα χριστουγεννιάτικο έθιμο το αναβιώνει στο παραδοσιακό χωριό του Τριποτάμου κάθε χρόνο στις 25 Δεκεμβρίου. Οι οικογένειες του χωριού αναλαμβάνουν κάποιες δεδομένες υποχρεώσεις προς τον ενοριακό ναό του χωριού, τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ο αρχηγός της οικογένειας η οποία ορίζεται υπεύθυνη ονομάζεται «κάβος» και υποχρεώνεται να διατηρεί αναμμένο, όλο το χρόνο, το καντήλι μπροστά από την εικόνα της Γέννησης του Χριστού.
Πρέπει επίσης να διατηρεί καθαρή την εκκλησία, να αναλαμβάνει τα έξοδα της λειτουργίας των Χριστουγέννων και την προμήθεια κεριών, καθώς και μιας μεγάλης λαμπάδας από γνήσιο κερί μέλισσας. Το μεσημέρι των Χριστουγέννων ο «κάβος» παραθέτει γεύμα στο σπίτι του μόνο για τους άνδρες του χωριού και τον ιερέα της ενορίας. Οι προσκεκλημένοι φέρνουν μαζί τους, μέσα σε μία πετσέτα, το ψωμί, το πιρούνι, το κουτάλι και το κρασί τους. Το επίσημο αυτό γεύμα χαρακτηρίζεται από την αφθονία των εδεσμάτων και τη γενναιοδωρία του «κάβου» ο οποίος προσφέρει στους συνδαιτυμόνες σούπα μοσχαρίσια, κρεμμυδάτο κοκκινιστό κρέας, κρέας βραστό και ντολμάδες.
Το κρασί προσφέρεται σε «τάσια», κύπελλα σε ημισφαιρικό σχήμα από ορείχαλκο, τα οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά αυτή τη μέρα και είναι δωρεά των κατοίκων του χωριού. Μετά το φαγητό, μια ομάδα καλεσμένων μαζί με τον ιερέα, μεταφέρουν την εικόνα της Γέννησης του Χριστού από την εκκλησία στο σπίτι του οικοδεσπότη, ψάλλοντας Χριστουγεννιάτικα τροπάρια.
Η εικόνα τοποθετείται πάνω στο τραπέζι δίπλα στον ιερέα. Όλοι κάθονται πάλι στο τραπέζι, ο ιερέας μοιράζει αντίδωρο και ανάβονται κεριά, πανομοιότυπα με αυτά τα οποία μοιράστηκαν στην πρωινή λειτουργία. Ο ιερέας ρωτάει κατόπιν το όνομα του επόμενου «κάβου». Μόλις αυτό ανακοινωθεί περιφέρονται δύο δίσκοι, ο ένας για τη χρηματική βοήθεια του νέου «κάβου» και ο άλλος για τη βοήθεια του ιερέα. Προσφέρονται γλυκίσματα και όλοι εύχονται στο νέο «κάβο» καλή επιτυχία στις υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβε. Η εικόνα επιστρέφεται στην εκκλησία με συνοδεία Χριστουγεννιάτικων τροπαρίων. Την επόμενη μέρα, 26η Δεκεμβρίου, όλοι οι συγχωριανοί συγκεντρώνονται πάλι στο σπίτι του παλιού «κάβου» για να φάνε και να πιούν ότι απέμεινε από την προηγούμενη μέρα. Οι υποχρεώσεις του παλαιού «κάβου» τελειώνουν με το γεύμα των Χριστουγέννων, αλλά αυτός, μέχρι το τέλος του χρόνου, δεν παύει να ευθύνεται για το άναμμα του καντηλιού της εικόνας.