Ήταν ένα ζεστό βράδυ του Ιουλίου, πριν από λίγα χρόνια, γύρω στις δέκα και μισή το βράδυ, όταν άντρες και γυναίκες ντυμένοι με κελεμπίες άρχισαν να φτάνουν στο Sea Satin.Δεν ήταν Άραβες, αλλά το θεματικό πάρτι για τα γενέθλια της Ευγενίας Νιάρχου επέβαλλε το συγκεκριμένο dress code, ενώ το προσωπικό του μαγαζιού ήταν υπ’ ατμόν με πρώτο και καλύτερο τον Νίκο Γρυπάρη.
Τον Μυκονιάτη που μαζί με την πρώην πλέον γυναίκα του Μέλπω Τσούκαλη έστησαν το Sea Satin στην Αλευκάντρα και το επίσης μυθικό Caprice στην Μικρή Βενετία. Και ήταν αυτά τα δύο μαγαζιά που «πρωταγωνίστησαν» στο σκληρό διαζύγιο του ζευγαριού, όταν διαλύθηκε ο γάμος τους πριν από οχτώ και πλέον χρόνια.
Όμως ο διακαής τους πόθος ήταν το εμβληματικό εστιατόριο πάνω σχεδόν στη θάλασσα, από όπου έχουν περάσει όλοι και οι τρελές ενίοτε βραδιές του, που τελείωναν με κάμποσα τραπέζια να εκτοξεύονται στην θάλασσα!!
Είχαν ήδη ξεκινήσει τις συζητήσεις για την μίσθωση του ακινήτου για μια τουλάχιστον δεκαετία, όταν σύμφωνα με το παρασκήνιο ο Νίκος Γρυπάρης άρχισε να συζητάει με την ιδιοκτησία του Principote. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε μια μάχη για το ποιος θα κλείσει το deal, για το εμβληματικό εστιατόριο που θεωρείται όχι άδικα, ένα από τα καλύτερα φιλέτα της Χώρας.
Ο Γρυπάρης, που πλησιάζει τα εβδομήντα του χρόνια, συνομιλούσε και με τις δύο πλευρές όταν η πλάστιγγα φέρεται ότι έγειρε οριστικά προς την πρόταση του Principote. Οι υπογραφές δεν έχουν μπει ακόμη αλλά είναι θέμα ημερών σύμφωνα με τα ελάχιστα που διαρρέουν για την μάχη της Αλευκάντρας, όπως την ονόμασαν οι ντόπιοι.
Το διάσημο beach restaurant στον Πάνορμο φέρεται να έχει συμφωνήσει για την μίσθωση του Sea Satin -που θα αλλάξει φυσικά όνομα αλλά δεν θα λέγεται Principote- για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Λεπτομέρειες για τις οικονομικές παραμέτρους του deal δεν έχουν γίνει γνωστές αλλά οι φήμες που πάντοτε βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για να θεριέψουν στη Μύκονο κάνουν λόγο για ποσό που θα ξεπεράσει κατά τι τα δέκα εκατομμύρια ευρώ.
Προς το παρόν παραμένουν άγνωστες οι προθέσεις του διδύμου Ζαννής Φρατζέσκος-Σάμι Ιμπραήμ που έχουν το μικρό κτίσμα για το τι θα πράξουν, αν και πως θα το λειτουργήσουν και με τι όνομα, ειδικά από την στιγμή που θα έχουν το δικαίωμα να βάλουν κάποια τραπέζια, όπως ακούγεται. Αν γίνει αυτό θα γίνει στον εσωτερικό χώρο αφού μια τεχνητή προβλήτα που υπήρχε γκρεμίστηκε, κάτι που μπορεί να οδηγήσει τις δύο πλευρές σε κουβέντα για το τι μέλλει γενέσθαι.
Την ίδια στιγμή όπως φημολογείται έντονα το Principote κινείται για μισθώσει και το μυθικό Caprice στη Μικρή Βενετία, το μπαρ του Γρυπάρη που έγραψε ιστορία για τα μυθικά sunset πάρτι του. Τότε που ασφυκτιούσε από χαρούμενες φάτσες, γοητευτικές γυναίκες που έφταναν κατευθείαν από την παραλία φορώντας μαγιό και παρεό ενώ τα σφηνάκια έδιναν και έπαιρναν.
Η ταβέρνα που έγινε το must της Μυκόνου
Όταν άνοιξε το Sea Satin κάτω από τους Μύλους στην Αλευκάντρα παρέπεμπε σε μια απλή νησιώτικη ταβέρνα, από αυτές που προσφέρουν τίμιο φαγητό. Μέχρι το 1991 είχε περάσει από διάφορες φάσεις αφού πούλαγε αναμνηστικά, σέρβιρε πρωινά, αλλά δεν περπάταγε, μέχρι το 1997, όταν ένας άνθρωπος άλλαξε την μοίρα του.
Ο Γρυπάρης που έτρεχε και δεν έφτανε με τον χαμό στο Caprice βάζει στο παιχνίδι τον Μίμη Φούκα, που δίνει ένα μεγάλο upgrade στην ταβέρνα, βάζοντας λουλούδια σε σαμπανιέρες, ενώ σερβίρει τα φρέσκα ψάρια πάνω σε μάρμαρο ή σε τετράγωνο γυαλί που ακουμπάει σε βάζα.
Στην αρχή υπάρχουν εξήντα καρέκλες, σταδιακά ο Γρυπάρης λέει στον Φούκα να απλωθεί και το μπαμ δεν θα αργήσει, αφού το εστιατόριο αρχίζει να μαζεύει γνωστά ονόματα του επιχειρείν. Ο χαμός θα γίνει όταν ένα Πάσχα στα μέσα της Μεγάλης Εβδομάδας, ο Πέτρος Κωστόπουλος που τρώει με την παρέα του στο μαγαζί, σηκώνεται και βλέπει κάτι CD ατάκτως ερριμμένα.
«Να παίξω λίγο;» ρωτάει τον Μίμη που δεν έχει καμία αντίρρηση και ο Κωστόπουλος αρχίζει να μιξάρει ελληνικές επιτυχίες, ενώ φίλοι και γνωστοί που είναι εκεί τηλεφωνούν σε άλλους και το Sea Satin γεμίζει ασφυκτικά.
Από εκείνο το βράδυ αρχίζουν ουσιαστικά οι βραδιές με τον Πέτρο να ανεβαίνει στα decks λίγο μετά τις δώδεκα παίζοντας Ρέμο, Βέρτη, Βίσση, Βανδή και άλλες επιτυχίες, εννοείται χωρίς αμοιβή. Μάλιστα πλήρωνε πάντα το τραπέζι του, ενώ κάποιες βραδιές έγραψαν ιστορία με επιχειρηματίες, εφοπλιστές, μοντέλα και κοσμικούς να διασκεδάζουν μέχρι το πρωί.
Έχουν ακουστεί πολλά για νύχτες που εξελίχτηκαν σε αυτοσχέδια πάρτι, με τραπέζια να εκσφενδονίζονται στη θάλασσα πάνω στο τσακίρ κέφι από επώνυμους.
Στα χρόνια που πέρασαν το Sea Satin έχτισε έναν μύθο που κρατάει ακόμη, αφού εκεί διασκέδασαν μεταξύ άλλων ο Τομ Χανκς, ο Χάρισον Φορντ, η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ και ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο.
Το Μάϊο του 2001 ο Ματ Ντέϊμον περνάει την είσοδο ενός κατά τι διαφορετικού Sea Satin που έχει μεταμορφωθεί σε μαγαζί ενοικίασης σκούτερ, από την αγαπημένη του στο «Bourne Identity». Είναι η τελευταία σκηνή της ταινίας, που εκτοξεύει ακόμη περισσότερο την φήμη του Μυκονιάτικου εστιατορίου στην Αλευκάντρα, από όπου περνάνε όλοι.
Η επιτυχία του είναι τέτοια που λίγα χρόνια μετά ανοίγει στο Κολωνάκι, σε έναν όμορφο χώρο στην Φωκυλίδου, μαζεύοντας πλήθη καθημερινά. Τα μεσημέρια του Σαββάτου, γίνεται το αδιαχώρητο ενώ ένα βράδυ Παρασκευής ο Θόδωρος με την Γιάννα Αγγελοπούλου κερνάνε όλο το μαγαζί σφηνάκια.
Στο peak του το Μυκονιάτικο Sea Satin καθίζει εφτακόσια άτομα, με τον Φούκα να τρέχει και να μην φτάνει, όταν θα λάβει ένα μήνυμα από τον Νίκο Γρυπάρη. Το sms περιλαμβάνει τέσσερις λέξεις: «Η συνεργασία μας τελείωσε».
Ο Φούκας έφυγε με ένα παράπονο ότι έστησε ένα εστιατόριο και όταν όλα δούλευαν ρολόι, έφυγε χωρίς να καταλάβει το γιατί. Όσο για το δημιούργημα του; Ο μύθος του δεν ξεθώριασεακόμη και όταν ο Νίκος Γρυπάρης χώρισε με την σύζυγο του Μέλπω, η οποία ήταν πανταχού παρούσα στα δύο μαγαζιά κάτι που άνοιξε τον Ασκό του Αιόλου ανάμεσα στο πρώην ζευγάρι.
Η δικαστική διαμάχη που ακολούθησε ήταν σκληρή παρά το γεγονός ότι ο επιχειρηματίας φέρεται να έδωσε ουκ ολίγα ακίνητα στην πρώην σύζυγο του, η οποία όμως δεν έκανε πίσω. Διεκδίκησε τα ονόματα του Sea Satin και του Caprice και τελικά κατάφερε να τα πάρει απαγορεύοντας στον Γρυπάρη την επόμενη μέρα της απόφασης να τα χρησιμοποιεί.
Caprice: Ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις
Για πολλούς παλιούς Μυκονιάτες η Μέλπω Τσούκαλη ήταν μια γυναίκα που συνέβαλλε τα μέγιστα στο μύθο των δύο μαγαζιών που έστησε μαζί με τον Νίκο Γρυπάρη.
Κι αν το Sea Satin ήταν η συνέχεια το θρυλικό Caprice ήταν η αρχή, το μπαρ που αποτέλεσε σταθμό για την Μύκονο όταν στήθηκε στην Μικρή Βενετία στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και δημιούργησε από την αρχή ένα τρελό success story.
Η διαφορετική mentalite, η διακόσμηση με τα φρέσκα λουλούδια και φυτά, οι περιζήτητοι καναπέδες του και ένα προσωπικό που κατέθετε ψυχή και δουλειά συνετέλεσαν τα μέγιστα στην επιτυχία του. Προσθέστε σε αυτό τις προσωπικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε μπάρμαν και σερβιτόρους με τους πελάτες, αφού ήξεραν τι πίνει ο καθένας και το ποτό ερχόταν σχεδόν πριν προλάβεις να παραγγείλεις.
Τα ηλιοβασιλέματα παίρνουν άλλο χρώμα, οι μουσικές ξεσηκώνουν τους θαμώνες και κάθε μέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα γίνεται ο κακός χαμός με αρώματα θάλασσας, αντηλιακού και αλκοόλ να μπερδεύονται. Λίγο πριν τις έξι το απόγευμα, το πλήθος που ενίοτε ξεπερνάει τα εκατό άτομα, περιμένει υπομονετικά να ανοίξουν οι πόρτες του Caprice, για να χυθούν μέσα.
Η Μέλπω στην αρχή έπαιζε μουσική, ο Νίκος καθόταν πίσω από τη μπάρα, από όπου πέρασε δουλεύοντας ως μπάρμαν ο Ζαννής Φρατζέσκος του Nammos. To στριμωξίδι μέσα είναι από αυτά που απλά δεν αντέχονται, αλλά κανείς δεν φεύγει, αντίθετα μπαίνουν κι άλλοι, για να πιούν τα πολύχρωμα κοκτέιλ και τα σφηνάκια «καμικάζι» που φεύγουν ανά δεκάδες προς όλες τις κατευθύνσεις.
Άνθρωποι κάθονται στα παράθυρα, γοητευτικές γυναίκες χορεύουν με τα μαγιό τους, πουκάμισα και παρεό χάνονται μέσα σε ένα χαμό, ενώ από τα καράβια, κατεβαίνουν το απόγευμα πελάτες που δεν πράττουν το αυτονόητο, να κάνουν δηλαδή check in στο ξενοδοχείο ή το δωμάτιο τους.
Φορτωμένοι με βαλίτσες φτάνουν στο Caprice, τα μπαγκάζια πάνε σε μια αποθήκη και αυτοί βυθίζονται στην ηδονική ατμόσφαιρα μιας άλλης Μυκόνου.
Ο Γρυπάρης επεκτείνει το μαγαζί νοικιάζοντας μέρος της διπλανής κατοικίας που ανήκει στην οικογένεια Ζησιμόπουλου, ενώ υπήρχαν πελάτες που δεν έφευγαν από το νησί αν δεν άφηναν και την τελευταία τους δραχμή ή ευρώ μετέπειτα στο μυθικό μπαρ. Αυτό που το περιοδικό Newsweek κατέταξε στα δέκα καλύτερα του κόσμου, στο οποίο ο Κέβιν Κόστνερ και η Τζίνα Ντέιβις ήταν τακτικοί θαμώνες πίνοντας παγωμένες μαργαρίτες.
Το μπαρ σήμα-κατατεθέν της Μυκόνου, άρχισε να φθίνει στα χρόνια της κρίσης ενώ παράλληλα η οικογένεια Ζησιμόπουλου ήθελε το ακίνητο πίσω για να το εκμεταλλευθεί η ίδια, κάτι που γέννησε άλλη μια δικαστική διαμάχη με τον Νίκο Γρυπάρη. Ο τελευταίος το πάλεψε όσο μπορούσε, έφτασε μέχρι τον Άρειο Πάγο αλλά τελικά έχασε και στις 9 Ιουνίου του 2015 γράφτηκε ο επίλογος του Caprice.
Ήταν Τρίτη, μια όμορφη μέρα καλοκαιρινή μέρα, όταν ο Νίκος Γρυπάρης και το προσωπικό παρουσία δικαστικού κλητήρα, παρέδωσαν τα κλειδιά στους συνεργάτες του Γιώργου Ζησιμόπουλου.
Ένας εργάτης κατέβασε τις ταμπέλες με το όνομα του μπαρ που έγραψε την δική του πολύ ξεχωριστή ιστορία στη Μύκονο και ο αποχαιρετισμός έγινε με ένα τελευταίο πάρτι έξω από την είσοδο που πέρασαν χιλιάδες άτομα για να ζήσουν το ηλιοβασίλεμα της ζωής τους.