Δεν είναι εύκολο να γράψεις ένα βιβλίο. Μάλλον είναι αρκετά δύσκολο ειδικά όταν οι υποχρεώσεις είναι πολλές.Ο προϊστάμενος της τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Μυκόνου το τόλμησε και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Ένα βιβλίο με δεκαέξι ιστορίες να μετεωρίζονται μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, αισθήσεων και παραισθήσεων.
Ιστορίες που εμπλέκονται με άλλες τρίτων, προτρέποντας τον αναγνώστη να γίνει συνοδοιπόρος του αφηγητή σε διαδρομές που αποτυπώνονται αδρά, με χρονικά άλματα, στο χώρο.
Ένα χώρο που μετουσιώνεται σε συγκεκριμένους τόπους και που αποτελεί τον κρυφό πρωταγωνιστή των αφηγημάτων.
Ο συγγραφέας Μιχάλης Τσιμπλάκης είναι αρχιτέκτονας μηχανικός και επί τέσσερα χρόνια προϊστάμενος της Τεχνικής Υπηρεσίαςτου Δήμου Μυκόνου.
Παράλληλα με τα καθήκοντά του, αυτοσχεδιάζει με λέξεις, παίζει κιθάρα, φωτογραφίζει και κάνει ποδήλατο.Το βιβλίο μπορεί κάποιος να το προμηθευτεί στο Βιβλιοχαρτοπωλείο «στην Πένα»
Ο Βαγγέλης Δημητριάδης έγραψε για το βιβλίο.
Τα διηγήματα του Τσιμπλάκη είναι σύντομες ιστορίες ενός πλανήτη που πραγματοποιεί πολυεπίπεδα ταξίδια: με την ψυχή και τη σκέψη, με τα όνειρα και τις ονειροπολήσεις, με τις διαδρομές σε θάλασσες και στεριές, σε τόπους φανταστικούς και υπαρκτούς, εκεί που «ο τόπος και ο χρόνος ως έννοιες δεν βγάζουν νόημα».
Η παρουσία του συνήθως είναι μοναχική και δυσαρίθμητη.
Στον Λιμενοβραχίονα υπάρχει ένας άνθρωπος σε δεκαέξι εκδοχές-μεταμορφώσεις, ταυτισμένος με τον αφηγητή και τον περιπλανώμενο ήρωα ή αντιήρωα ή αντικείμενο (το «Ερείπιο» για παράδειγμα, που εξομολογείται προσωποποιημένο τη φθορά), ανάλογα με τον ρόλο που υποδύεται, ιστορίες που ανατέμνουν τον χαρακτήρα του, αλλά δεν θυμίζουν ηρωισμό, που διαθέτουν μια κίτρινη φθινοπωρινή απόχρωση και πολλή μελαγχολία, ίσως γιατί ο αφηγητής/ήρωας αναπλάθει έναν τόπο-ιδέα σε άχρονο χρόνο ή χρόνο που έχει κλείσει την είσοδο στο παρόν, πατώντας ανάλαφρα πάνω στα ίχνη του παρελθόντος.
Κάλλιστα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το παρόν του συγγραφέα υφίσταται υπό το πρίσμα του παρελθόντος, γι’ αυτό και το παρελθόν γίνεται παρόν και το παρόν φαντάζει σαν ένα νεφελώδες, συγκεχυμένο μέλλον, όπου ο Τσιμπλάκης συνθέτει τα διηγήματα του παρελθόντος-παρόντος του.
Αλλά παραδόξως τα γνωστικά υπολείμματα της ανάγνωσης δεν είναι απαισιόδοξα, παρότι η μοναξιά έχει απλώσει διάπλατα τα φτερά της και έχει καλύψει –έστω διακριτικά– τους τόπους όπου αυτός ο άνθρωπος δρα.
Οι απλές περιπέτειές του όχι μόνο διαφεύγουν από την Ιστορία, αλλά ήδη έχουν διαλυθεί από τον χρόνο, πριν ακόμα σβήσουν οι ήχοι που τις συνέθεσαν.
Κάτι δηλαδή παρεμφερές με τους στίχους της Λουίζ Γκλικ: «Τα πάντα επιστρέφουν, αλλά ό,τι επιστρέφει δεν είναι αυτό που έφυγε».