Ο πρώτος απολογισμός των ειδικών, τρεις εβδομάδες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, για το αποτύπωμα της επιδημίας στον πληθυσμό των μαθητών είναι θετικός. Ο αριθμός των κρουσμάτων στους εφήβους 12 έως 17 ετών είναι σημαντικά χαμηλότερος από εκείνον που καταγραφόταν τον περασμένο Αύγουστο.
Ωστόσο, τα στοιχεία ανά Περιφερειακή Ενότητα δείχνουν ξεκάθαρα, σύμφωνα με τους ειδικούς, ότι αύξηση κρουσμάτων σε παιδιά σχολικής ηλικίας παρατηρείται αποκλειστικά και μόνο σε περιοχές με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη του ενήλικου πληθυσμού, όπου υπάρχει αύξηση του επιδημιολογικού φορτίου. Με άλλα λόγια, η διασπορά ξεκινά από την οικογένεια και φτάνει στα σχολεία, τα οποία θεωρούνται σε αυτή τη φάση ότι καθρεφτίζουν τη διασπορά στην κοινότητα.
«Ανασκοπώντας την επίπτωση των νέων κρουσμάτων στα παιδιά κάτω των 17 ετών, ανά Περιφερειακή ενότητα, βλέπουμε ότι σε περιοχές με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη όπως είναι η Αττική, όπου ξέρουμε ότι 61,2% του πληθυσμού έχει πλήρως εμβολιαστεί, δεν παρατηρήθηκε καμία αύξηση και ο αριθμός των νέων κρουσμάτων τόσο στα παιδιά Δημοτικού όσο και στα παιδιά Γυμνασίου-Λυκείου παρέμεινε σταθερά χαμηλός» εξήγησε η κυρία Παπαευαγγέλου.
Αντίθετα, σε περιοχές με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη όπως είναι η κεντρική και η ανατολική Μακεδονία και η Θράκη με εμβολιαστική κάλυψη κάτω του 50%, η επίπτωση των νέων κρουσμάτων παρέμεινε σταθερά υψηλή στα παιδιά Γυμνασίου και Λυκείου και αυξήθηκε σημαντικά κατά την διάρκεια των τελευταίων δύο εβδομάδων στα παιδιά ηλικίας κάτω των 12 ετών.
«Τα συμπεράσματα είναι ξεκάθαρα. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για σημαντική ενδοσχολική διασπορά του ιού. Τα παιδιά δεν φταίνε για την αύξηση των κρουσμάτων. Είναι χρέος μας να διασφαλίσουμε την απρόσκοπτη συνέχιση της σχολικής τους ζωής. Οι ενήλικοι συμπολίτες μας πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν κατανοήσουν ότι δεν έχουν μόνο υποχρέωση να προστατεύουν τον παππού και τη γιαγιά, αλλά και ότι ως γονείς, εμβολιαζόμενοι προστατεύουν τα παιδιά τους και συμβάλουν στην διασφάλιση της υγείας των παιδιών τους αλλά και στην ομαλή συνέχιση της σχολικής χρονιάς» κατέληξε η κυρία Παπαευαγγέλου.
Η επιβάρυνση που παρατηρείται, λοιπόν, στη βόρεια Ελλάδα το τελευταίο διάστημα, είναι αποτέλεσμα της ενδοοικογενειακής μετάδοσης από τα παιδιά στους ανεμβολίαστους γονείς και από εκείνους στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και ειδικότερα σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι πρωτεύοντα ρόλο στο φαινόμενο αυτό παίζουν κυρίως οι κοινωνικές συναναστροφές και η μη τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων στην εστίαση, παρά η διασπορά σε σχολικό και εργασιακό περιβάλλον, όπου υπάρχει πιο δομημένος διαγνωστικός έλεγχος.
Τα περισσότερα νέα κρούσματα στις περιοχές με μικρό αριθμό εμβολιασμών οδηγούν αναπόφευκτα σε περισσότερες νοσηλείες. Ενδεικτικό είναι, άλλωστε, το γεγονός ότι ενώ στο σύνολο της επικράτειας το ποσοστό κάλυψης των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ανέρχεται στο 69% με ήπια μείωση της τάξης του 3% την τελευταία εβδομάδα, στη Θεσσαλονίκη εκτινάσσεται πάνω από το 90%.
Σύμφωνα, μάλιστα, με νεότερα στοιχεία του ΕΟΔΥ, οι ανεμβολίαστοι άνω των 60 ετών έχουν 20 φορές υψηλότερο κίνδυνο εισαγωγής σε ΜΕΘ και 12 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους, σε σχέση με συμπολίτες τους ίδιας ηλικίας που έχουν εμβολιαστεί. «Να πείσουμε έναν – έναν τους συμπολίτες μας άνω των 50 να εμβολιαστούν. Ο χειμώνας κοντεύει και πρέπει να καταλάβουν ότι αν δεν εμβολιαστούν θα νοσήσουν και ίσως θα κινδυνεύσουν», ανέφερε χαρακτηριστικά η κυρία Παπαευαγγέλου.