Συνέντευξη στην Μαρία Λεμονιά
Καθώς κατευθύνομαι προς το σπίτι του στα βόρεια προάστια, νιώθω μια σπάνια συγκίνηση, κάτι που μου έχει συμβεί ελάχιστες φορές στα περίπου 30 χρόνια της καριέρας μου. Κι αυτό γιατί ο Κώστας Καίσαρης, εκτός από το εκτόπισμά του, ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που έχουν επιλέξει να μη μιλούν δημόσια τα τελευταία χρόνια. Είμαι έτοιμη να χτυπήσω το κουδούνι, όταν το βλέμμα μου πέφτει στο λαμπερό χριστουγεννιάτικο δέντρο στον εξωτερικό χώρο. Εικόνες κατακλύζουν το μυαλό μου.
Η ζωή του αεικίνητου κοσμηματοπώλη θα μπορούσε να γίνει άνετα βιβλίο. Ενα πολυτελές coffee table book με μυθικές δημιουργίες γεμάτες πολύτιμα μπριγιάν, εντυπωσιακά ρουμπίνια, σμαράγδια και ζαφείρια και υπέροχα πάρτυ.
Οπου οι παρευρισκόμενοι θεωρούσαν τιμή την πρόσκληση και οι φωτογράφοι πάσχιζαν για ένα ενσταντανέ.
Η ιστορία του ξεκινά από την οικογένεια Βουράκη, μέλος της οποίας ήταν η μητέρα του. «Ο παππούς μου ο Γιάννης Βουράκης ήρθε από τα Σφακιά της Κρήτης άφραγκος.
Ηταν όμως έξυπνος και δραστήριος και, παρά τις δυσκολίες της αρχής, δημιούργησε το πρώτο του μαγαζί. Δυναμικός και προσηλωμένος στον στόχο του, γρήγορα κατάφερε να αποκτήσει διασυνδέσεις με την υψηλή κοινωνία, ήταν φίλος του βασιλιά, του Ελευθερίου Βενιζέλου και όλης της αθηναϊκής crème de la crème.
Διέθετε το χάρισμα της επικοινωνίας, κάτι που νιώθω ότι κληρονόμησα. Οταν η πρωτότοκη κόρη του, η μητέρα μου, γνώρισε τον πατέρα μου, δερματολόγο-αφροδισιολόγο, δύο διαφορετικοί κόσμοι ενώθηκαν.
Ο πατέρας μου ήταν ένας γλυκός άνθρωπος που δεν παντρεύτηκε την κόρη του Βουράκη γιατί ήταν εύπορη, αλλά γιατί την αγαπούσε. Δεν τον ενδιέφερε αν θα ασχολούνταν με την οικογενειακή τους επιχείρηση, η έγνοια του ήταν πώς θα μεγαλώσει εμένα και τον Γιάννη, τον αδελφό μου, διάσημο οφθαλμίατρο που σπούδασε στη Βιέννη», αναφέρει.
Παρά το γεγονός ότι ο Κώστας Καίσαρης ήταν μόλις 6 ετών όταν έχασε τον παππού του, διατηρεί από εκείνον αρκετές όμορφες μνήμες: «Ηταν ωραίος άνθρωπος ο παππούς, επιβλητικός και με κύρος. Επειδή γνώριζε ότι αγαπούσα τα κουλούρια, όποτε τον επισκεπτόμουν στο κατάστημά του συνήθιζε να στέλνει έναν συνομήλικό μου να μου φέρει ένα λέγοντάς του: “Πήγαινε να πάρεις για τον Κώστα ένα κουλούρι”.
Το παιδί αυτό ήταν ο μετέπειτα διάσημος κοσμηματοπώλης Μηνάς… Ολοι οι εφοπλιστές της εποχής ήταν πελάτες του. Κάποια μέρα τηλεφώνησε κάποιος στον πατέρα μου λέγοντάς του ότι θα του στείλει έναν φίλο να τον εξετάσει. Αργότερα μάθαμε ότι επρόκειτο για τον Σταύρο Νιάρχο».
Από την ανώτατη εμπορική στον κόσμο των καρατίων
Η έκφραση «δέκα ζωές σε μία» φαντάζει ανεπαρκής όταν αναφερόμαστε στον bijoutier Κώστα Καίσαρη. Ολοκληρώνοντας τα μαθητικά του χρόνια στην Ιόνιο και στη Σχολή Σαλβάνου, αποφάσισε να αξιοποιήσει το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Παιδί ακόμη έβγαζε το χαρτζιλίκι του πουλώντας τις εφημερίδες που βρίσκονταν στο σπίτι για χαρτί, ή τις Nivea που του έφερνε ο θείος του, ο οποίος εργαζόταν στη Γερμανία.
«Ηθελα να ασχοληθώ με το εμπόριο, αλλά να κάνω κάτι διαφορετικό. Μου γεννήθηκε λοιπόν η ιδέα να μπω στο Διπλωματικό Σώμα για να γίνω εμπορικός ακόλουθος. Μου άρεσε η ιδέα να είμαι αντιπρόσωπος της Ελλάδας για τέτοια θέματα στο εξωτερικό». Μπήκε στην Ανωτάτη Εμπορική και Βιομηχανική Σχολή όπου γνωρίστηκε με τον πρώτο μεγάλο του έρωτα, τη Χριστίνα Κυδωνιέως, γόνο κραταιάς οικογένειας από την Ανδρο, η οποία κατείχε τη μεταξοβιομηχανία Νίκη. Αρραβωνιάστηκαν και ξεκίνησε να εργάζεται στη βιομηχανία με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Ωστόσο, η πολύμηνη θητεία του στον Στρατό αλλά και το νεαρό της ηλικίας οδήγησαν στον χωρισμό τους. Οταν βρέθηκε επαγγελματικά μετέωρος, ο πατέρας του προσφέρθηκε να του δώσει χρήματα για να ανοίξει ένα ανθοπωλείο.
«Ο Φλεριανός βγάζει πολλά χρήματα, δεν θέλεις να βγάλεις και εσύ;» τον ρώτησε. Ο συγκεκριμένος τομέας όμως δεν άρεσε στον Κώστα Καίσαρη. Ετσι ο πατέρας του ήρθε σε συνεννόηση με την οικογένεια Βουράκη προκειμένου ο γιος του να συμμετάσχει μετοχικά στη νέα εταιρεία δημιουργίας κοσμημάτων. Το 1966 ο Κώστας Καίσαρης ανέλαβε τα τμήματα των οικονομικών και των πωλήσεων.
Μέσα σε δύο χρόνια όχι μόνο είχε μάθει τη δουλειά, αλλά έκανε και τζίρους. Το success story του είχε ξεκινήσει. «Επαιρνα την τσαντούλα και πουλούσα δαχτυλιδάκια σε όλη την Ελλάδα», λέει στο «Gala» με το χαρακτηριστικό ταμπεραμέντο του.
Μόλις αισθάνθηκε δυνατός άνοιξε το δικό του κατάστημα στον αριθμό 18 της οδού Ερμού, στον τρίτο όροφο. Επρόκειτο για έναν χώρο μόλις 30 τ.μ. και ένα εξίσου μικρό εργαστήριο, 20 τ.μ. «Διψούσα να μπω στη λαϊκή πώληση και θέλησα να το επιτύχω με καλή δουλειά αλλά και αξιοποιώντας τον αναμφισβήτητο άσο που διέθετα, το χάρισμα της επικοινωνίας.
Ο πρώτος μου πελάτης ήταν ο Σπύρος Μεταξάς, των γνωστών μπράντι. Ηρθε σε μένα καθώς κάποιος του σφύριξε ότι ο ανιψιός του Βουράκη φτιάχνει τα ίδια κοσμήματα με τον Βουράκη στο 1/3 της τιμής. Τον έπεισα και αγόρασε ένα δαχτυλίδι. Και όχι μόνο το αγόρασε, αλλά μου έφερε και όλο τον κοινωνικό του κύκλο.
Εν τω μεταξύ πήγα στην Αμβέρσα, έμαθα τις πέτρες και καθώς μιλώ τέσσερις ξένες γλώσσες, έφερα από το εξωτερικό πολύ ιδιαίτερα κοσμήματα», λέει. Κάνει μια μικρή παύση και συνεχίζει: «Κάποια μέρα ήρθε στον χώρο μου ένας νεαρός διευθυντής ασφαλιστικής εταιρείας και μου είπε ότι θέλει να πάρει ένα δαχτυλίδι για τη γυναίκα του. Δεν ήξερε ποιο να διαλέξει, ήταν ανάμεσα σε δύο. Δεν είχε οικονομική άνεση, αδυνατούσε να πάρει και τα δύο. Του πρότεινα να τα πάρει μαζί, να τα δείξει στη γυναίκα του και να μου επιστρέψει αυτό που δεν θέλει. Ο ασφαλιστής γέλασε τότε και με ρώτησε πώς και τον εμπιστεύομαι. Θυμάμαι πως του απάντησα ότι αν δεν διαθέτω τη σωστή μύτη για να μυριστώ ποιος είναι έντιμος και ποιος όχι, τότε είμαι άξιος της μοίρας μου.
Ο άντρας αυτός ήταν ο Δημήτρης Κοντομηνάς που έκτοτε έγινε ένας από τους καλύτερούς μου φίλους».
Η 21η Απριλίου του 1967 έφερε τα πάνω κάτω στην επιχειρηματική ζωή του. Εκανε ένα αναγκαστικό διάλειμμα, καθώς λόγω επιστράτευσης ξαναπήγε στον στρατό. Με το αδάμαστο επιχειρηματικό του ταμπεραμέντο άρχισε να εμπορεύεται τρόφιμα στο ΚΨΜ και να βγάζει χρήματα. Ηθελε όμως να επιστρέψει στον χώρο όπου πλέον ένιωθε ότι ανήκει, το κόσμημα.
Είχε ήδη γίνει αγαπητός, και ένιωθε πως έπρεπε να κατέβει από τον τρίτο όροφο εκείνου του μικρού κτιρίου και να βρει ένα κατάστημα αντίστοιχο του εμπορεύματός του. Κάποιος του είπε ότι ο Ορφανίδης σκεφτόταν να εγκαταλείψει το καφενείο του. «Αυτό το υπέροχο καφενείο βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το μεγάλο κατάστημα του οίκου Kessaris. Μου άρεσε η ιδέα και συμφωνήσαμε.
Ηταν τέσσερις οι ιδιοκτήτες, μεταξύ των οποίων και η τράπεζα του Γιάννη Κωστόπουλου. Θυμάμαι πόσο πολύ είχε αντιδράσει στην απόφασή μου. “Σιγά μη δώσω τον χώρο, λατρεύω να πίνω τον καφέ μου εκεί”, είχε εκμυστηρευτεί ο τραπεζίτης Γιάννης Κωστόπουλος σε κάποιον φίλο. Τελικά κατάφερα να το πάρω και τότε βρέθηκα αντιμέτωπος με το κράτος που ήθελε να το διατηρήσω ως καφενείο.
Το θέμα μού έλυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, λάτρης των ρολογιών, ο οποίος πήρε τηλέφωνο τη Μελίνα για να μου κλείσει ραντεβού. Και ως εκ θαύματος όλα έγιναν, υπό την προϋπόθεση ότι θα σεβαστώ το κτίριο. Οπερ και εγένετο. Διατήρησα το μπαρ, καθώς και άλλα εντυπωσιακά στοιχεία του εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντος». Το αποτέλεσμα ήταν τόσο ιδιαίτερο που η γαλλική «Vogue» έσπευσε να φωτογραφίσει τον χώρο βάζοντας τη λεζάντα: Το πιο αριστοκρατικό bijouterie-bar της Ευρώπης. H φήμη του οίκου Kessaris εκτοξεύτηκε πάραυτα. Λίγους μήνες αργότερα, η σύζυγός του Χριστιάνα έφτασε στην Κέρκυρα μαζί με τη Μαριάννα Λάτση, καθώς η «Vogue» είχε καταφέρει το ακατόρθωτο: να φωτογραφίσει την υπέρκομψη Μαριάννα Λάτση με κοσμήματα Kessaris. Η συγκεκριμένη φωτογράφηση είχε μπει τότε στο επίκεντρο της συζήτησης σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Τα πολυεθνικά brands και τα μυθικά πάρτυ
«Ο διάβολος έβαλε τον Πάολο Μπούλγκαρι και τον Τραπάνι να περνούν έξω από τα κατάστημά μου. Είχαν μάθει ότι η Ελλάδα πάει καλά στο κόσμημα και ήθελαν να ανοίξουν κατάστημα εδώ. Τηλεφώνησα στη “Μεγάλη Βρεταννία”, έμαθα ότι μένουν εκεί και τους έστειλα δύο τεράστια καλάθια με σοκολάτες και μέντες γράφοντας στην κάρτα: “Καλωσορίσατε στην Ελλάδα, το κατάστημά μου βρίσκεται στην άλλη γωνία του ξενοδοχείου σας, θα χαρώ πολύ να σας δω”. Τους πρότεινα να τους ανοίξω εγώ το κατάστημα». Του ζήτησαν 1,5 εκατομμύριο δολάρια, ποσό που ο Κώστας Καίσαρης, όπως ομολογεί, δεν το είχε δει ούτε στον ύπνο του. Τα χρήματα βρέθηκαν ως δάνειο από φίλους και τράπεζες.
Στο opening του οίκου Bvlgari στην Αθήνα δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. Μαζί με μια boutique ρούχων έπεισαν μέχρι και τη Σάρον Στόουν να έρθει στην Ελλάδα. «Την έφερα με το ιδιωτικό αεροπλάνο του Βασίλη Θεοχαράκη και έκλεισα να μείνει στον “Αστέρα”. Η μεγάλη δεξίωση έγινε στον Αγιο Κοσμά. Ολοι οι επιχειρηματίες με εκλιπαρούσαν να κάτσουν έστω και για πέντε λεπτά μαζί της. Χίλια εξακόσια άτομα καλεσμένοι περπατούσαν δυο-τρία χιλιόμετρα με τα πόδια προκειμένου να μπουν στον κυρίως χώρο. Μέχρι τελευταία στιγμή η Στόουν δεν είχε έρθει και τότε έβαλα τον οδηγό της να την απειλήσει ότι ή έρχεται ή το θέμα λύνει η… ελληνική μαφία.
Τελικά ήρθε συνοδευόμενη από την κοκκινομάλλα γραμματέα της με την οποία διατηρούσε πολύ ζεστές σχέσεις. Εκανε το show με τις γραβάτες, ενθουσίασε τους άνδρες, άρπαξε έναν σωματοφύλακα, τον έβαλε στο αυτοκίνητο και αναχώρησε έχοντας πάντα στην παρέα και τη γραμματέα της». Αυτό ήταν το πρώτο επιτυχημένο πάρτυ του Κώστα Καίσαρη. Το δεύτερο πραγματοποιήθηκε κάποια χρόνια αργότερα, έχοντας τη βοήθεια του ταλαντούχου, όπως τον χαρακτηρίζει ο ίδιος, Νίκου Κούρκουλου.
«Ηταν Απόκριες και ο Νίκος, ως πρόεδρος του Εθνικού, με βοήθησε να μετατρέψω το club της Εκάλης σε Βενετία. Ολες οι κυρίες έραψαν φορέματα και το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό. Αν μάθαινα τώρα ότι κάποιο από εκείνα τα φορέματα είχε κοστίσει ακόμη και 30.000 δολάρια δεν θα μου φαινόταν περίεργο. Ηρθαν όλοι. Η Μαρίκα Μητσοτάκη, ο τραπεζίτης Γιάννης Κωστόπουλος, ο Σάκης Ρουβάς ντυμένος παιδί του Αλαντίν, ο Νίκος Κούρκουλος ντυμένος δόγης.
Δύο χρόνια μετά έκανα τον Βλάχικο Γάμο, καθώς όλοι μου ζητούσαν ένα ακόμη πάρτυ. Μετέτρεψα και πάλι το club, αυτή τη φορά σε χωριάτικη ταβέρνα, με σούβλες, καρό τραπεζομάντιλα, γκλίτσες, παραδοσιακά συγκροτήματα, ακόμη και πρόβατα. Την γκλίτσα του Μητσοτάκη την έχω ακόμα».
Δεν θα μπορούσα να μην τον ρωτήσω για τον φαντασμαγορικό γάμο της κόρη του Αναστασίας, πέρυσι τέτοια εποχή: «Ηταν μια συγκινητική στιγμή της ζωής μου, κάτι που συνέβη με τον γάμο και των τριών παιδιών μου. Ηθελα να είναι αντάξιος των καλεσμάτων που έκανα στο παρελθόν.
Είμαι ευτυχής γιατί έχω υπέροχα παιδιά, μια άξια συνέχεια. Ο Βασίλης που είναι εξπέρ στα ρολόγια και συμβουλεύει ακόμα και τους δημιουργούς τους. Η Ηλιάνα που ασχολείται με την πώληση. Και η Αναστασία που έχει τελειώσει αρχιτέκτονας στο Λονδίνο και δημιουργεί πλέον τις δικές της σειρές κοσμημάτων, οι οποίες τυγχάνουν μεγάλης επιτυχίας και στο εξωτερικό.
Πρόκειται για ταλέντο». Ο τόνος της φωνής του και η συγκίνησή του μου θύμισαν τον λόγο που έβγαλε στον γάμο της: «Αφήνω στα παιδιά μου μια μεγάλη κληρονομιά, μια τεράστια περιουσία. Δηλαδή, όλους εσάς: τους πελάτες και φίλους μου».
Οσοι γνωρίζουν τον Κώστα Καίσαρη ξέρουν ότι ο μεγάλος συνοδοιπόρος στη ζωή του είναι η Χριστιάνα Καίσαρη. Σύζυγος, μητέρα και αχώριστη συνεργάτις. Η έμπνευση για κάθε επόμενο βήμα. Είχα ήδη φορέσει τα παλτό μου όταν τον ρώτησα, πιάνοντάς τον εξαπίνης, τι τίτλο θα έβαζε στη βιογραφία του. Απάντησε στη στιγμή χαμογελώντας: «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που τα είδα όλα!».
Μαρία Λεμονιά
protothema.gr