Το μέλλον εξαρτάται από πολλούς άγνωστους παράγοντες εκτιμά το έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Nature – Οι καθηγητές Θάνος Δημόπουλος και Ευστάθιος Καστρίτης συνοψίζουν τα πιθανά σενάρια.
Σε όλο τον κόσμο, οι επιδημιολόγοι κατασκευάζουν μοντέλα για να κάνουν βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προβλέψεις ώστε να προετοιμαστούν και δυνητικά να μετριάσουν την εξάπλωση και τον αντίκτυπο του SARS-CoV-2. Παρόλο που οι προβλέψεις και τα χρονοδιαγράμματά τους διαφέρουν, οι δημιουργοί των μοντέλων αυτών συμφωνούν σε δύο πράγματα: η COVID-19 είναι εδώ για να μείνει και το μέλλον εξαρτάται από πολλούς άγνωστους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσο οι άνθρωποι αναπτύσσουν διαρκή ανοσία στον ιό, εάν η εποχικότητα επηρεάζει την εξάπλωσή του και – ίσως το πιο σημαντικό – οι επιλογές που γίνονται καθημερινά από κυβερνήσεις και άτομα.
Το έγκυρο επιστημονικό περιοδικό Nature διερευνά τις προβλέψεις για την πανδημία, με τα μέχρι τώρα δεδομένα και με βάση τα διάφορα μαθηματικά και επιδημιολογικά μοντέλα και επιχειρεί να συνοψίσει τα πιθανά σενάρια, από το χειρότερο μέχρι το πιο αισιόδοξο για το 2021 και για τα επόμενα χρόνια. Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής Της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα πιθανά σενάρια.
Τι θα συμβεί στο άμεσο μέλλον;
Η πανδημία δεν εξελίσσεται με τον ίδιο τρόπο από τόπο σε τόπο. Χώρες όπως η Κίνα και η Νέα Ζηλανδία έχουν φθάσει σε χαμηλό επίπεδο κρουσμάτων – μετά από περιοριστικά μέτρα διαφορετικής διάρκειας – και χαλαρώνουν τους περιορισμούς, ενώ παρακολουθούν τα νέα κρούσματα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Βραζιλία, τα νέα κρούσματα αυξάνονται γρήγορα, αφού οι κυβερνήσεις χαλάρωσαν πρόωρα τα περιοριστικά μέτρα ή δεν τα ενεργοποίησαν ποτέ σε εθνικό επίπεδο. Αυτή η τελευταία ομάδα κρατών έχει ανησυχήσει τους επιδημιολόγους. Υπάρχουν όμως ελπιδοφόρα νέα καθώς τα περιοριστικά μέτρα αποσύρονται σε ορισμένες περιοχές. Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι οι αλλαγές της ατομικής συμπεριφοράς, όπως το πλύσιμο των χεριών και η χρήση μάσκας, εξακολουθούν να ακολουθούνται και πέραν της λήξης των αυστηρών περιοριστικών μέτρων, βοηθώντας στην αναχαίτιση του κύματος των λοιμώξεων. Μεταξύ 53 χωρών που άρχισαν αποσύρουν τα περιοριστικά μέτρα, δεν υπήρξε τόσο μεγάλη αύξηση στα κρούσματα όπως είχε προβλεφθεί βάσει προηγούμενων δεδομένων, καθώς είχε υποτιμηθεί κατά πόσο έχει αλλάξει η συμπεριφορά των ανθρώπων όσον αφορά την χρήση μάσκας, το πλύσιμο των χεριών και την κοινωνική αποστασιοποίηση.
Ερευνητές στην Βραζιλία, μια χώρα με μεγάλη εξάπλωση του ιού, έτρεξαν περισσότερα από 250.000 μαθηματικά μοντέλα στρατηγικών κοινωνικής αποστασιοποίησης και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αν το 50-65% των ανθρώπων είναι προσεκτικοί όταν βρίσκονται σε δημόσιο χώρο, τότε η σταδιακή χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης κάθε 80 ημέρες θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποτροπή περαιτέρω αιχμών νέων κρουσμάτων στα επόμενα δύο χρόνια. Συνολικά, είναι θετικό ότι ακόμη και χωρίς εκτεταμένη χρήση μοριακών τεστ ή εμβόλιο, οι αλλαγές στην συμπεριφορά και τις κοινωνικές συνήθειες μπορούν να κάνουν σημαντική διαφορά στη μετάδοση της νόσου. Ερευνητές στο Μεξικό, μια άλλη χώρα με μεγάλη εξάπλωση του ιού, εξέτασαν επίσης την αλληλεπίδραση μεταξύ των γενικών περιοριστικών μέτρων και των μέτρων ατομικής προστασίας. Διαπίστωσαν ότι εάν το 70% του πληθυσμού του Μεξικού είχε ακολουθήσει τα ατομικά μέτρα, όπως το πλύσιμο των χεριών και η χρήση μάσκα μετά από τα προαιρετικά περιοριστικά μέτρα που ξεκίνησαν στα τέλη Μαρτίου, τότε το ξέσπασμα της επιδημίας στην χώρα θα μειωνόταν μετά από μια αιχμή στα τέλη Μαΐου ή στις αρχές Ιουνίου. Ωστόσο, η κυβέρνηση απέσυρε τα περιοριστικά μέτρα την 1η Ιουνίου και, αντί να ελαττωθεί, ο υψηλός αριθμός εβδομαδιαίων θανάτων από COVID-19 παρέμεινε σταθερός. Φαίνεται, ότι δύο δημόσιες αργίες λειτούργησαν ως γεγονότα υπερμετάδοσης της νόσου, προκαλώντας υψηλά ποσοστά μολύνσεων αμέσως πριν από την άρση των περιοριστικών μέτρων.
Σε περιοχές όπου η μετάδοση της COVID-19 φαίνεται να μειώνεται, η καλύτερη προσέγγιση είναι η προσεκτική παρακολούθηση με εντατικά τεστ, η απομόνωση των νέων περιπτώσεων και η ανίχνευση των επαφών τους. Αυτή είναι η κατάσταση στο Χονγκ Κονγκ, για παράδειγμα, όπου αναμένεται ότι η στρατηγική αυτή θα αποτρέψει μια απότομη επανεμφάνιση νέων μολύνσεων – εκτός εάν η αυξημένη κίνηση μέσω των αεροπορικών ταξιδιών φέρει σημαντικό αριθμό εισαγόμενων περιπτώσεων.
Αλλά πόσο αυστηρή ανίχνευση των ύποπτων επαφών και απομόνωση απαιτείται για να περιοριστεί αποτελεσματικά μια εστία μετάδοσης; Τα σχετικά μαθηματικά μοντέλα και οι προσομοιώσεις καταστάσεων με νέα κρούσματα με ποικίλη μεταδοτικότητα, ξεκινώντας από 5, 20 ή 40 εισαγόμενες περιπτώσεις, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι απαιτείται ανίχνευση του 80% των επαφών μέσα σε λίγες ημέρες για τον έλεγχο μιας εστίας μετάδοσης. Όμως η ανίχνευση του 80% των επαφών είναι σχεδόν αδύνατη σε περιοχές με χιλιάδες νέες λοιμώξεις την εβδομάδα. Επιπλέον, ακόμη και οι υψηλότεροι αριθμοί νέων περιστατικών είναι πιθανό να είναι υποτιμημένοι και ότι οι περιπτώσεις μολύνσεων από τον ιό είναι σημαντικά υψηλότερες από ό,τι αναφέρεται επίσημα, άρα, υπάρχει υψηλότερος κίνδυνος μόλυνσης από ό,τι πιστεύεται. Συνεπώς, οι προσπάθειες μετριασμού και ελέγχου της εξάπλωσης της πανδημίας, όπως και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, πρέπει να συνεχιστούν όσο το δυνατόν περισσότερο για να αποφευχθεί μια δεύτερη μεγάλη επιδημία, μέχρι τους χειμερινούς μήνες, όπου τα πράγματα γίνονται πιο επικίνδυνα ξανά.
Τι θα συμβεί τον χειμώνα;
Είναι σαφές τώρα, ότι το καλοκαίρι δεν επιβραδύνει ομοιόμορφα την εξάπλωση του ιού, αλλά σε περιοχές που θα γίνουν πιο ψυχρές το δεύτερο εξάμηνο του 2020, οι ειδικοί πιστεύουν ότι υπάρχει πιθανότητα να αυξηθεί η μετάδοση. Πολλοί ανθρώπινοι αναπνευστικοί ιοί (όπως της γρίπης, άλλοι ανθρώπινοι κορονοϊοί και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV)) ακολουθούν εποχιακές μεταβολές που οδηγούν σε χειμερινές εξάρσεις. Είναι πιθανό ότι ο SARS-CoV-2 θα ακολουθήσει το ίδιο μοτίβο. Ο ξηρός χειμερινός αέρας αυξάνει τη σταθερότητα και τη μετάδοση των αναπνευστικών ιών και η άμυνα του αναπνευστικού συστήματος μπορεί να επηρεαστεί με την εισπνοή ξηρού αέρα. Επιπλέον, σε ψυχρότερες καιρικές συνθήκες, οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να μείνουν σε κλειστούς χώρους, όπου η μετάδοση των ιών μέσω σταγονιδίων είναι μεγαλύτερη. Οι προσομοιώσεις δείχνουν ότι η εποχιακή διακύμανση είναι πιθανό να επηρεάσει την εξάπλωση του ιού και να καταστήσει δυσκολότερο τον έλεγχό του στο Βόρειο Ημισφαίριο αυτόν τον χειμώνα.
Στο μέλλον, τα κρούσματα του SARS-CoV-2 θα μπορούσαν να έρχονται σε κύματα κάθε χειμώνα. Ο κίνδυνος για τους ενήλικες που είχαν ήδη νοσήσει με COVID-19 θα μπορούσε να μειωθεί, όπως και με τη γρίπη, αλλά θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα εξασθενεί η ανοσία σε αυτόν τον κορονοϊό. Επιπλέον, ο συνδυασμός COVID-19, γρίπης και RSV το φθινόπωρο και το χειμώνα θα μπορούσε να είναι αποτελέσει επιπλέον πρόβλημα με δύσκολη αντιμετώπιση.