Πέρυσι τον Αύγουστο, ο Βασίλης Βρεττός εξέθεσε στη Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου «Μαρία Ιγγλέση» μία σειρά από φωτογραφίες για την απόκρυφη πλευρά της Μυκόνου, διά των χειρωνακτικών επαγγελμάτων που χάνονται. Σκοπός, έλεγε τότε ο φωτογράφος στην «Κ», ήταν να δείξει «την αντίφαση μεταξύ του διεθνούς προορισμού και εκείνου που δεν φαίνεται». Πέρυσι, επίσης, εκδόθηκε το οδοιπορικό, του 1895, του δημοσιογράφου Σπυρίδωνος Παγανέλη «Εις την νήσον» (εκδ. Ινδικτος), διά της επιμελητικής χειρός του ακούραστου Μυκονιάτη μελετητή και συγγραφέα Παναγιώτη Κουσαθανά. Φέτος, βρέθηκα στη Μύκονο, κουβαλώντας σε μιαν άκρη του μυαλού μου την ανεμόεσσα που κρύβεται ή χάθηκε και εκείνη που επρόκειτο να συναντήσω – και τελικώς συνάντησα.
Το λένε μεταξύ τους, αλλά όχι φωναχτά: «Είναι το νησί του αδιάκριτου κέρδους». Συμπληρώνοντας, και μάλιστα επίσημα χείλη, ότι «είναι το νησί-χαμαιλέων – κάθε δεκαετία αλλάζει στυλ, όπου φυσάει ο άνεμος», ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν αστειεύεται. Βρήκα τις αναφορές διόλου αρνητικές στον πυρήνα τους· η κερδοφορία και η αλλαγή δεν είναι εξ ορισμού καταδικαστέες. Το ερώτημα, όμως, είναι τι προσφέρει η Μύκονος τόσο ακριβά και σε ποια δεκαετία στυλ βρίσκεται σήμερα. Τι συμβαίνει, τελικά, στο Νησί των Ανέμων;
Θα μιλούσαμε για αντιφάσεις εάν η βιομηχανία των τουριστικών υπηρεσιών στη Μύκονο δεν ήταν τόσο καταιγιστική. Εάν, ίσως, δεν υπήρχε το –πολλάκις ενοχλητικό– άγχος όσων προσφέρουν υπηρεσίες να είμαστε, οι πελάτες, ευχαριστημένοι – εξάλλου, πόσες φορές μπορείς να ρωτήσεις τον λόγο που δεν ακούμπησε κανείς «ακόμα» το ριζότο με θαλασσινά στην άκρη του τραπεζιού κι αν ευθύνεται κάποιο ντεφό του πιάτου; Θα μιλούσαμε για αντιφάσεις, εάν η Μύκονος δεν ήταν η απόλυτη αποκρυστάλλωση της ελληνικής αρχιτεκτονικής της οικονομίας, που εδώ και 30 χρόνια προσφέρει κατά τρόπο μαζικό υπηρεσίες, όχι προϊόντα. Με τη διαφορά ότι στη Μύκονο υπάρχει κοινό να τις αγοράσει – και να τις αγοράσει πολύ ακριβά. Οπως παρεδέχθη υψηλά ιστάμενη πηγή του δήμου, «ένα ζευγάρι, για ένα Σαββατοκύριακο στη Μύκονο, χρειάζεται περίπου 1.000 ευρώ».
Θα μιλούσαμε για αντιφάσεις εάν δεν μαθαίναμε ότι η Μύκονος –όπως και η Σαντορίνη– κινδυνεύει κάθε χρόνο με ελλιπές εκπαιδευτικό δυναμικό στα σχολεία, αφού οι διοριζόμενοι αδυνατούν να καλύψουν τα απλησίαστα ενοίκια. Σε αυτές τις περιπτώσεις, μάλιστα, ο Δήμος Μυκόνου φιλοξενεί τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς σε δημοτικούς κοιτώνες, ενώ παλαιότερα επιδοτούσε εκπαιδευτικούς και εποχικούς ενστόλους – όπως οι πολυεθνικές πληρώνουν επιπλέον χρήματα στους υπαλλήλους τους που μετατίθενται στο οικονομικώς αφόρητο Λονδίνο. Μετά το περίφημο London allowance, το Mykonos allowance…
«Χάσαμε τους Ελληνες»
«Χάσαμε τους Ελληνες», λένε επίσημες και ανεπίσημες πηγές στην «Κ». «Χάσαμε τον Ελληνα γλεντζέ, όλων των ειδών και των ποιοτήτων». Δεν έχουν άδικο· εξάλλου, σε κάθε κατάστημα, πρώτα μας χαιρετούσαν στα αγγλικά και μετά στα ελληνικά (άλλοι ενοχλούνταν, ενώ άλλοι ενθουσιάζονταν με το γεγονός ότι ήμασταν Ελληνες), ενώ τα μαύρα, αλεξίσφαιρα τζιπ μεταφέρουν βαθύπλουτους, κυρίως εξ Ανατολών. «Χάσαμε και το χαρούμενο χρώμα των δεκαετιών μέχρι τα μέσα του 2000», συμπληρώνουν, «εκείνο που έβαλε τη Μύκονο στον παγκόσμιο χάρτη ως υψηλής ποιότητας διεθνή προορισμό διασκέδασης και ελευθερίας». Και τώρα; «Τώρα, απλώς κερδοφορούμε». Και πού είναι το κακό σε αυτό; «Δεν περνάμε καλά εμείς οι ίδιοι».
Σχεδόν μηδενική παραγωγή
Στην ίδια κουβέντα, αναφέρεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των Μυκονιατών βιοπορίζεται από τον τουρισμό (ενοικιάζοντας καταστήματα ή χτίζοντας χώρους φιλοξενίας), το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα υπερβαίνει κατά κανόνα τις 40.000 ευρώ, ενώ δεν παράγεται σχεδόν τίποτα – «είναι ένα άνυδρο νησί, αλλά δεν ευθύνεται μόνον αυτό· έτσι, ό,τι παράγει η μάνα γη ίσα ίσα επαρκεί για την οικογένεια και για λίγους φίλους. Μέχρι και το ψάρι, τις περισσότερες φορές, έρχεται από την ιχθυόσκαλα… Πώς σας φαίνεται ότι το περισσότερο γάλα το εξάγουμε στην Τήνο, αφού εδώ έχουμε σχεδόν μηδενικές υποδομές επεξεργασίας και μεταποίησης;». Πώς μας φαίνεται άραγε;
Η συζήτηση εξελίσσεται και αναδεικνύει το πρόβλημα υδροδότησης (κόβεται η παροχή νερού για μικρά διαστήματα μες στη μέρα), αλλά και εκείνο της αποχέτευσης. «Το αποχετευτικό σύστημα δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί ιδιωτικές κατοικίες. Από τη στιγμή που οι περισσότερες μετατράπηκαν σε χώρους φιλοξενίας, αντιλαμβάνεστε ότι το σύστημα μπλοκάρει και εκρήγνυται συχνά. Ετσι συμβαίνει όταν οι δυνατότητες του συστήματος κάθε σπιτιού ήταν για μεταφορά λυμάτων τεσσάρων – πέντε ατόμων και τώρα μεταφέρει λύματα 20 και 30 και 40 ατόμων. Ούτε, βέβαια, μπορούμε να το βελτιώσουμε τόσο εύκολα. Το σκάψιμο του νησιού είναι μια τεράστια επιχείρηση, αν σκεφτεί κανείς ότι βρίσκεται κάτω από βυζαντινούς και άλλους ιστορικούς συνοικισμούς». Το κρυμμένο πρόσωπο της Μυκόνου, εξ όσων συνάγεται, δεν έχει μόνον νοσταλγικές πλευρές…
Το νησί που ανακατεύει όλα του τα πρόσωπα με κάθε… κόστος
Συνεχίζοντας το μικρό οδοιπορικό στη Χώρα του νησιού… χωρίς χωριά, όπως αποκαλούν τη Μύκονο, συναντώ την κ. Φωτεινή, που πλέκει καλάθια σε ένα χαμηλό σπίτι στα στενά της Χώρας. Η παρουσία της, βγαλμένη προφανώς από μιαν άλλη Μύκονο, είναι ένας λόγος να σταματήσεις κοντά της. «Ας γίνεται ό,τι θέλει. Εγώ θα συνεχίσω να πλέκω καλάθια. Τι άλλο να κάνω;», μου λέει. Ισως, βέβαια, δεν χρειάζεται να κάνει τίποτε άλλο, αφού κρατά ζωντανή μια παράδοση στο νησί με τους ανεμόμυλους, τις κατοικίες του νεοκλασικισμού και του μοντερνισμού, τα βυζαντινά εκκλησάκια, με τη Φτελιά και τον Αϊ-Σώστη με το ταβερνάκι που ανθίσταται στην… ηλεκτροδότηση.
Αυτά, όμως, τα «ρομαντικά» τοπόσημα δεν αποτελούν το «άλλο» πρόσωπο της Μυκόνου, ούτε είναι εκείνα στα οποία «πρέπει» το νησί οπωσδήποτε να επιστρέψει. Αυτές οι μικρές εκρήξεις παράδοσης και νοσταλγίας δεν ξεχωρίζουν, αλλά, κατά κάποιον ίσως μαγικό τρόπο, εντάσσονται στις υψηλές ταχύτητες που έχει αναπτύξει το νησί των 2 εκατ. τουριστών ετησίως (περίπου 700.000 από τα πλοία της γραμμής, 700.000 από την κρουαζιέρα και 600.000 από το αεροδρόμιο). Αποτελούν επί ίσοις όροις σύμβολα της Μυκόνου, όπως ο Πέτρος ο πελεκάνος (που… επιδοτείται με 10.000 ευρώ ετησίως από τον δήμο), με τους επιφανέστερους οίκους μόδας, με τα πιο σύγχρονα εστιατόρια και τα συχνά υψηλής αισθητικής μπαρ, με τις παραμυθένιες μεν, «απαλλοτριωμένες» δε παραλίες της Ψαρούς και του Super Paradise. Η παράδοση της Μυκόνου –αυτό που ήταν και ίσως ξεθυμαίνει και αυτό που δημιουργήθηκε ως παλίμψηστο και διαρκώς αλλάζει τα τελευταία 50 χρόνια– δεν είναι ένα μασίφ πράγμα, δυσκίνητο στις νέες ιδέες και τάσεις, που δυσφορεί με οτιδήποτε καινούργιο.
Η κατανάλωση, για πολλούς βδέλυγμα πασών των εποχών, δεν είναι μονόπλευρη. Στον τουρίστα, διότι γι’ αυτόν γίνονται όλα, μπορεί να μη δίνεται η ευκαιρία να γίνει ρομαντικός περιηγητής, ένας flaneur, σε έναν τόπο με τόση ιστορία, ωστόσο του παρέχεται η δυνατότητα, κάτω απ’ όλα αυτά τα νοσταλγικά «κάποτε», να συναντηθεί με την ξέφρενη, τελευταίας λέξης προσφορά υπηρεσιών και αγαθών (όχι, ασφαλώς, πρώτης ανάγκης), τη σχεδόν δίχως όρια διασκέδαση (για όλες τις διαθέσεις) και τις βουτιές σε υπέροχες θάλασσες (για πολλούς, τις καλύτερες των Κυκλάδων).
Ο επισκέπτης του νησιού έχει, όμως, και την ευκαιρία να «καταναλώσει» και να «χωνέψει» μουσειακού επιπέδου διεθνή σύγχρονη τέχνη, με γκαλερί και καλλιτέχνες, Ελληνες και ξένους, που εκθέτουν στα λαμπρότερα μουσεία. Κι αυτό είναι κάτι που έχει καταφέρει το νησί και δεν πρέπει να χαθεί μέσα στον υπόλοιπο κυκλώνα. Η Μύκονος είναι –ή μπορεί να καταστεί– μία τύποις πλατφόρμα της θερινής διεθνούς εικαστικής σκηνής, ειδικά τώρα που θέσπισε ο δήμος το Mykonos Art Festival. Σπουδαία έργα στεγάζονται σε γκαλερί που από μόνες τους αποτελούν έργα τέχνης και το κοινό, ακόμη και το περαστικό, μπορεί να συναντηθεί με τη σύγχρονη εικαστική παραγωγή. Οι γκαλερί της Μυκόνου διοργανώνουν προγράμματα φιλοξενίας καλλιτεχνών ώστε να δουλέψουν για και στο νησί, εκθέτουν και, κυρίως, πωλούν έργα τέχνης από τα πιο σύγχρονα χέρια της παγκόσμιας σκηνής.
Η Μύκονος, grosso modo, είναι τα καλά και τα κακά της Δύσης σε ένα – ένα νησί που άλλοτε ακολουθεί και άλλοτε παράγει τους κραδασμούς του σύγχρονου, ανεπτυγμένου κόσμου. Η Μύκονος ζει ωσάν να αποτελεί δημοπρατούμενο θησαυρό, λησμονώντας, ίσως, ότι η αξία ενός τόπου δεν ορίζεται μόνον από τα έσοδά του.
Έντυπη έκδοση Καθημερινής